Πολλές φορές τα μεσημέρια στέκομαι απελπισμένος μπροστά στον υπολογιστή, μην έχοντας να γράψω απολύτως τίποτα. Αισθάνομαι όπως ο ραβδοσκόπος που ψάχνει νερό και γυρίζει σαν σκύλος που κυνηγά την ουρά του. Ένας ηθοποιός που τον πέταξαν στη σκηνή χωρίς να του δώσουν λόγια. Μία βρύση που στάζει, αλλά δεν βρίσκεται ένα χέρι να την ανοίξει.
Καταφεύγω, βέβαια, στο δίκτυο. Διαβάζω την επικαιρότητα, παρατηρώ τον σχολιασμό στην κοινωνική δικτύωση και ακόμα περισσότερο τις γραμμές στο ταβάνι. Επίσης κάνω τηλεφωνήματα. Υπάρχει φυσικά πάντα η ευκολία να μπω στο κυβερνητικό μαντρί, να αρπάξω κάποιον στην τύχη και να τον βάλω εδώ μπροστά σας, να δείτε πώς κόβεται ο κιμάς παρουσία του πελάτη.
Αλλά είναι κουραστικό πια. Και τοξικό. Πόσο Πολάκη να φάει κάποιος; Δηλαδή τι άλλο να γράψεις για τον Τσίπρα; Περιμένεις να έρθουν οι επόμενοι να τους περιλάβεις και αυτούς. Να βγάλω Μακεδονικό, μήπως και η εφημερίδα πάει από χέρι σε χέρι σε κανένα καφενείο του Κιλκίς; Μπα, σε τέτοια θέματα όλοι έχουν άποψη, αλλά όχι και διάθεση για να τη συζητήσουν. Να πιάσω τον εκδότη και βραβευμένο δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη; Να μου λείπει. Το ανοσοποιητικό μου δεν έχει αναπτύξει, ακόμα, τα απαραίτητα αντισώματα.
Και έτσι, που λέτε, καθώς σέρνω τα πόδια μου και σκάβω ένα αυλάκι γύρω από αυτά που μας απασχολούν, αισθάνομαι την πλήξη να διαδέχεται την απελπισία για τον κοινό μας κόσμο. Βαλκανική μιζέρια εμποτισμένη με χολή. Και πάντα αναρωτιέμαι αν όλα αυτά που γράφω εδώ, διαβάζω στο twitter, συζητάω με τους συναδέλφους, απασχολούν κανονικούς ανθρώπους στην πραγματική ζωή. Αν, ας πούμε, ο άνθρωπος που περιμένει στη στάση ή στο μποτιλιάρισμα ξέρει τι είναι και τι θέλει να πει η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Έχουμε όλοι τον ίδιο κόσμο, αλλά και ο καθένας ζει σε έναν δικό του. Ζηλεύω πια αυτούς που κλείνονται με ασφάλεια στον κόσμο τους.
Έχουμε, τελικά, πολλά μέσα ενημέρωσης και πάρα πολλούς δημοσιογράφους για μία χώρα όπου στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει και κάτι ενδιαφέρον. Χαμστεράκια είμαστε που τρέχουμε στον τροχό μας κάτω από ένα σύννεφο ύβρεων. Και πώς να διεκδικήσεις το αίτημα της κανονικότητας όταν δεν έχεις να κάνεις με κανονικούς ανθρώπους;