Ο μπαμπάς είχε ένα άσπρο Opel Kadett. Άσπρες ήταν και οι κασέτες που έπαιζε το κασετόφωνο. Τεράστιες, παραλληλόγραμμες-αν είσαι κάτω από 40 ετών δύσκολα να τις έχεις δει. Ένα πρωινό πήγαμε βόλτα. Εγώ, ο μπαμπάς και ο Μπιθικώτσης. «Καράβι με σημαία ξένη». Οι στίχοι του Βίρβου, η μουσική του Γρηγόρη. «Μπουένος Άιρες, Νέα Υόρκη, Βομβάη, Τόκιο και μπαρμπαριά, ψεύτικα όνειρα, ψεύτικοι όρκοι, αχ να τα ξέχναγα εκεί μακριά.» Τα παιδιά λένε πολλές βλακείες που, από τρυφερότητα, τις εξαγνίζουμε στην αφέλεια. «Εγώ θα πάω σε όλα αυτά, θα δεις» είπα στον μπαμπά. Γέλασε. «Όταν με το καλό μεγαλώσεις, να πας.»
Πήγα παντού, εκτός από το Μπουένος Άιρες. Κάποια στιγμή μου σφηνώθηκε η ιδέα ότι αν πάω στο Μπουένος Άιρες θα πεθάνω, μπορεί και να με φέρουν σε πακέτο από εκεί-μέσα σε ένα από τα φορεία του Μουντιάλ, αλλά με καπάκι από πάνω. Αν επιζήσει η εμμονή, θα πεθάνω και δεν θα έχω πάει ποτέ στο Μπουένος Άιρες. Δοκιμάζω εναλλακτικές επιλογές. Δεν με ενθουσιάζουν. Στο Google maps δεν έχει street view. Μπορείς, βέβαια, να κάνεις βουτιές στο κέντρο της πόλης, να δεις φωτογραφίες και να πεις ότι η Ευρώπη πήγε και έκρυψε ένα εξώγαμο εκεί κάτω. Όμως όσο και αν ακουμπάει η ψυχή, αν δεν πατήσει και το πόδι, τα μάτια και η καρδιά θα μείνουν με το παράπονο. Έχω μιλήσει με ανθρώπους που πήγαν ως τουρίστες ή έζησαν εκεί. Αλλά τα λόγια τους γίνονται φύλλα ενός δένδρου που ξεραίνεται. Στα αεροδρόμια, αν τύχει και δω, χαζεύω με πόθο το Boeing των Aerolineas Argentinas. Γαλάζιο και καμαρωτό, μόλις 15-16 ώρες από το Μπουένος Άιρες. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος τι είναι εκείνο που με έκανε να υποστηρίζω την Αργεντινή, όταν οι φίλοι μου πονούσαν τη Βραζιλία. Δεν νομίζω ότι ήταν ο Κέμπες. Και αν χόρευα θα έλεγα ότι προτιμώ το δράμα του ταγκό από τα χάχανα της σάμπας. Πρέπει να ήταν η απόσταση. Η Αργεντινή είναι για μένα ο γεωγραφικός προσδιορισμός του «μακριά». Μία στάση πριν το φεγγάρι. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η Αυστραλία. Αλλά ποιος έχει ονειρευτεί την Αυστραλία; Ξέρετε κανέναν;
Το ποδοσφαιρικό μου πρόβλημα με την Αργεντινή είναι ότι δεν παίζουμε πάντα σπουδαία μπάλα. Το σύνολο μας είναι πάντα κάτι λιγότερο από το άθροισμα των μονάδων. Και συνήθως δεν μαζεύουμε τα καλύτερα παιδιά. Προσωπικά το δήθεν επαναστατικό και αντισυμβατικό του Μαραντόνα με εκνευρίζει. Με το «χέρι του Θεού» είχα αισθανθεί αμηχανία και χρέωσα τον πανηγυρισμό μου, εις βάρος των Άγγλων, στον πόλεμο των Φόκλαντς. Δεν μου αρέσουν ούτε τα δρεπάνια που συχνά παίζουν από το κέντρο και πίσω. Αλλά έχω αφρίσει με παικταράδες τύπου Μπουρουσάγκα και Μπατιστούτα. Περιέργως, όμως, αν μου ζητήσεις να κρατήσω έναν ποδοσφαιριστή, θα άφηνα τον Μέσι και θα διάλεγα τον Μάξι. Μη με ρωτάτε τι έχω με τον Μάξι Ροντρίγκες, δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Όμως από την πρώτη φορά που τον είδα να παίζει με την Ατλέτικο κάτι σκίρτησε μέσα μου. Στον ημιτελικό κοίταξα το ταβάνι όπως οι παίκτες τον ουρανό στο chat με τον Θεό. Ήταν ο Μάξι που ευστόχησε στο τελευταίο πέναλτι και φύγαμε για τελικό. Δεν αισιοδοξώ. Αλλά ποντάρω σε εκείνη την κούρσα που θα κάνει ο Μέσι, ανοίγοντας τη γερμανική άμυνα όπως ο Μωυσής τα νερά. Και αν το σηκώσει, θα πω ότι το ρίγος μου είναι καλός κρύος άνεμος που βγήκε από το αέρινο μπουκέτο του Μπουένος Άιρες.