ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Η μνήμη και η αλήθεια που κρύβουμε

Στη Θεσσαλονίκη η 26η Οκτωβρίου ξεκινάει με τη δοξολογία στον Άγιο Δημήτριο. Τις περισσότερες φορές ο καιρός είναι νοτισμένος και απλώνει την υγρασία στο πλακόστρωτο του ναού. Οι επίσημοι προσέρχονται μέσα στα μαύρα κουστούμια τους, στέκονται μπροστά στις κάμερες και μιλούν περί πατρίδας. Στη συνέχεια εισέρχονται εντός του ναού., όπου τα μάρμαρα αστράφτουν σαν το μεγαλείο της πατρίδας μας. Λίγοι γνωρίζουν ότι γύρω τους υπάρχουν ταφόπλακες.

Ενδεχομένως και να τις πατούν με τις βρεγμένες σόλες τους. Οι ταφόπλακες προέρχονται από το εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Όταν ξηλώθηκαν, σαν δόντια, επένδυσαν τον ναό του Αγίου Δημητρίου, κάλυψαν πεζοδρόμια, έγιναν πισίνα για αξιωματικούς των ναζί. Και μετά την Απελευθέρωση, έβαζαν πάνω τους τα πτώματα, για το μάθημα της Ανατομίας στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου. Άλλωστε το ίδιο το Πανεπιστήμιο χτίστηκε πάνω στα εβραϊκά μνήματα. Στα σωθικά του βρίσκονται 350.000 νεκροί, ενταφιασθέντες μέσα στους αιώνες.

Η πολιτική ηγεσία της χώρας χαιρετίζει με θερμές ως και συγκινητικές δηλώσεις την Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Και λίγο πριν ξημερώσει η επέτειος, άγνωστοι βεβήλωσαν το μνημείο του εβραϊκού νεκροταφείου που δημιουργήθηκε το 2014 στο χώρο του Αριστοτελείου. Έπρεπε να γεμίσουν επτά δεκαετίες από την καταστροφή του νεκροταφείου για να γίνει ένα μνημείο. Θα ήταν χρήσιμο, η πολιτική ηγεσία, να μην αναφέρεται μόνο στη μνήμη, αλλά και σε αυτά που συνεχίζουμε να κρύβουμε κάτω από σιωπή και λήθη. Μέσα από την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης ξεπροβάλλουν ατόφια κομμάτια εθνικής ντροπής.

Που λέτε, το νεκροταφείο δεν ξηλώθηκε αποκλειστικά από τους ναζί. Κάποιος κυνικός παρατηρητής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι ναζί απλώς εξυπηρέτησαν ένα μόνιμο αίτημα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Από το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, το εβραϊκό στοιχείο της πόλης άρχισε να δέχεται ασφυκτική πίεση, με σκοπό τη συρρίκνωση του. Όλες οι κυβερνήσεις, ειδικά, οι βενιζελικές, προωθούσαν σχέδια για τον περιορισμό της οικονομικής και κοινωνικής ισχύος που είχε η κοινότητα των 72.000 Εβραίων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο και αυτονόητο με τα δεδομένα της εποχής, καθώς οι κυβερνήσεις και το χριστιανικό στοιχείο επιδίωκαν τον γρήγορο εξελληνισμό της πόλης.

Ο Τύπος της Θεσσαλονίκης (κυρίως η «Μακεδονία») καλλιέργησε συστηματικά τον αντισημιτισμό που έφερε και το πογκρόμ στη συνοικία Κάμπελ το 1931 -εθνικιστές έκαψαν μία φτωχογειτονιά με παράγκες που, με σημερινά δεδομένα, ήταν στη αρχή της Καλαμαριάς, στην περιοχή Βότση. Το 1925 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ζήτησε από την εβραϊκή κοινότητα να μεταφέρει το νεκροταφείο σε άλλο σημείο, προκειμένου να χτιστεί το Πανεπιστήμιο. Όπως ήταν λογικό, η κοινότητα επικαλέστηκε θρησκευτικούς λόγους και νομικά κωλύματα προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Ο χρόνος τελείωσε, όταν ο Μαξ Μέρτεν, ο διοικητής των ναζί, έκανε δεκτό το αίτημα των ελληνικών αρχών. Στις 6 Δεκεμβρίου 1942 τα συνεργεία του Δήμου Θεσσαλονίκης μπήκαν στο νεκροταφείο. Ξήλωσαν τα πάντα. Αγνοήθηκε ακόμα και η ρητή γερμανική διαταγή για διατήρηση τάφων με αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Εναν χρόνο μετά, δεν υπήρχαν Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε έξι μήνες και με 19 συρμούς, 46.061 άτομα μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Πριν φύγουν για τον θάνατο, είχαν περιοριστεί σε πέντε γκέτο. Οι χριστιανοί συμπατριώτες τους, σε αγαστή συνεργασία με τους ναζί, επιδόθηκαν σε πλιάτσικο περιουσιών. Πόσοι ήταν αυτοί που ωφελήθηκαν; Σύμφωνα με τον Ελληνοκαναδό ιστορικό Λευτέρη Σταυριανό που είχε πρόσβαση σε σχετικά αρχεία, 12.000 χριστιανοί απέσπασαν άμεσα οικονομικά οφέλη, συνεργαζόμενοι με τους ναζί. Δωσίλογοι, οι περισσότεροι. Κανένας τους δεν διώχθηκε ποινικά. Και αν κάποιος θέλει να ακολουθήσει την τύχη των εβραϊκών περιουσιών, θα χαθεί σε ένα λαβύρινθο νόμων που εξυπηρέτησε δύο ανάγκες: να νομιμοποιηθεί το πλιάτσικο και να μην επιτραπεί στους λίγους επιζήσαντες να διεκδικήσουν πίσω τις περιουσίες τους.

Ο Μαξ Μέρτεν, συνελήφθη στη Γερμανία από τους Αμερικανούς που πρότειναν να τον εκδώσουν στην Ελλάδα. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την απελευθέρωση του λόγω… «ανεκτίμητων υπηρεσιών προς την Ελλάδα». Συνελήφθη στην Αθήνα το 1957, χάρη στην ευσυνειδησία ενός δικαστή που τον είδε μπροστά του, να καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης ενός ναζί. Τελικά η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή τον έστειλε στο Βερολίνο, επικαλούμενη την ανάγκη για υποδοχή μεταναστών στη Γερμανία. Στο μεταξύ η Θεσσαλονίκη συνέχιζε να χτίζει με αντιπαροχή πάνω στη μνήμη της. Αλλαξαν τα τοπωνύμια, η δαιμονοποίηση των Εβραίων συνεχίστηκε (το σημειώνω ως Θεσσαλονικιός με σχετικές εμπειρίες), η σιωπή και το ψέμα σκέπασαν την αλήθεια.

Η πόλη θυμήθηκε για πρώτη φορά τα χαμένα παιδιά της, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Με παραθρησκευτικούς κύκλους και βουλευτές να γκρινιάζουν για τη δημιουργία της Πλατείας Εβραίων Μαρτύρων. Αργότερα, ο Μαρκ Μαζάουερ τα περιέγραψε όλα αυτά στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων» και μόνο που δεν κηρύχθηκε ανεπιθύμητος. Η εποχή Μπουτάρη έδωσε φωνή στη μνήμη που, ακόμα, ακούγεται σαν μακρινή ηχώ. Αυτή είναι, λοιπόν, η μνήμη που θα έπρεπε να τιμήσουμε. Δεν είναι μόνο οι 45.000 συμπατριώτες που χάσαμε τότε. Είναι η αλήθεια που κρύβουμε με τη σιωπή και την ενοχή μας. Μία αλήθεια που ακόμα δεν αρέσει στους πολιτικούς μας.

*Διαβάστε το βιβλίο της Ρένας Μόλχο «Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης», εκδόσεις Πατάκη καθώς και το «Αυτοί που επέζησαν» της Ρίκας Μπενβενίστε, εκδόσεις Πόλις. Ασφαλώς και το «Θεσσαλονίκη,πόλη των φαντασμάτων» (εκδ. Αλεξάνδρεια) του Μαρκ Μαζάουερ για την ευρύτερη ματιά στην ιστορία της πόλης.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ...

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ TAGS