ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Μαθαίνοντας να ζεις με τους νεκρούς

Στο τελευταίο δελτίο οι νεκροί ήταν 95. Τους λες και εκατό. Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. Το νούμερο στρογγυλοποιείται προς διευκόλυνση της συζήτησης. Εκατό νεκροί τη μέρα. Έρχεται ως alert στο κινητό, κυλάει στη βάση της τηλεοπτικής οθόνης, εκφωνείται από την παρουσιάστρια του δελτίου στον ίδιο τόνο που χρησιμοποίησε και την προηγούμενη μέρα. Άλλωστε κάθε μέρα ίδια είναι.

Το αντιμετωπίζουμε με ένα σήκωμα των ώμων, ακόμα και αν δεν το παραδεχόμαστε. Στην Ευρώπη κάθε 17 δευτερόλεπτα πεθαίνει και ένας άνθρωπος από covid. Οι δείκτες του ρολογιού γυρίζουν σαν δρεπάνια που θερίζουν ζωές. Οι αριθμοί είναι τερατώδεις. Εφιαλτικοί. Δεν προκαλούν σοκ, ούτε πάνδημη οδύνη. Αντιθέτως οι φωτογραφίες των τάφων ενοχλούν. Από ένα σημείο και μετά οι νεκροί γίνονται στατιστική. Οι τάφοι όμως είναι εικόνα. Αν βλέπαμε κάθε μέρα εκατό ανοιχτούς τάφους θα ήταν αλλιώς. Επίσης με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις, δεν μαθαίνουμε κάτι για την ταυτότητα των νεκρών. Η στατιστική μας λέει ότι ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 79 έτη και το 96% είχε υποκείμενο νόσημα. Τους βλέπουμε σαν στάχυα κάτω από δυνατό άνεμο. Ο θάνατος σε αυτήν την ηλικία δεν τρομάζει τους ξένους. Είναι άλλη μία εκδοχή του ρατσισμού προς το γήρας.

Είναι και η φυσιογνωμία, το πρόσωπο που αποκτά ο θάνατος. Ένα ατύχημα με πέντε νεκρούς θα ταράξει την κοινή γνώμη περισσότερο από τους εκατό νεκρούς της πανδημίας. Και αυτό επειδή οι νεκροί της πανδημίας γίνονται κομμάτι της ρουτίνας μας. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και παλαιότερα με τα τροχαία του Σαββατοκύριακου; Στην αρχή οι είκοσι και οι τριάντα νεκροί της ασφάλτου έκαναν μεγάλους τίτλους στο πρωτοσέλιδο. Μετά έγιναν δίστηλο σε εσωτερική αριστερή σελίδα. Και ύστερα το μόνο ίχνος που άφηναν στον Τύπο ήταν στα Κοινωνικά, με το αγγελτήριο της κηδείας.

Στην «Πανούκλα» ο Καμί γράφει για τις λέξεις που έχασαν το νόημά τους στην καραντίνα. «Αναγκαστήκαμε τότε, βδομάδες ολόκληρες, να γράφουμε και να ξαναγράφουμε το ίδιο γράμμα, να αντιγράφουμε τις ίδιες παρακλήσεις, ώσπου οι λέξεις, βγαλμένες αρχικά από τα βάθη της καρδιάς μας, έχασαν κάποια στιγμή τη σημασία τους, και τότε τις αντιγράφαμε μηχανικά, πασχίζοντας να δώσουμε τουλάχιστον σε κείνες τις νεκρές φράσεις κάτι από την δύσκολη ζωή μας. Και, για να μην τα πολυλογούμε, μπροστά στην άγονη συνομιλία με τους τοίχους, μας φαίνονταν προτιμότερη η συμβατική φρασεολογία του τηλεγραφήματος (Είμαι καλά. Σε σκέφτομαι. Αγάπη)»

Σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει τώρα με τον αριθμό των νεκρών. Λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης και η αρετή της προσαρμοστικότητας. Ο μόνος τρόπος για να συμβιβαστείς με το γεγονός, για να μη σε καταβάλλει ο φόβος, είναι να μετατρέψεις τους νεκρούς σε ψηφίδα της καθημερινότητάς σου. Αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Χώρες χάνουν 500 και 600 και 1.000 νεκρούς τη μέρα. Το γεγονός δεν αντιμετωπίζεται ακριβώς ως τραγωδία καθώς οι άνθρωποι φεύγουν από φυσικά αίτια. Και όμως, είναι η μεγαλύτερη ανθρωπιστική τραγωδία των καιρών μας. Θα τελειώσει και θα έχουν πεθάνει δύο εκατομμύρια άνθρωποι. Όμως εμείς δεν κοιτάξουμε πίσω. Θα πάμε για ποτό. Ζωή.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ...

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ TAGS