Η τελευταία μεγάλη συγκέντρωση του Ανδρέα Παπανδρέου έγινε το 1993 στο Σύνταγμα. Ακολούθησε άλλη μία, στο πρώτο νεκροταφείο, πλην όμως ο πρόεδρος δεν ήταν σε θέση να πει ούτε λέξη. Κανένας δεν θυμάται τι είπε ο Ανδρέας σε εκείνη τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Αν τώρα το θυμάστε εσείς, καλό είναι να αφήσετε τα προβλήματα αυτού του τόπου και να ασχοληθείτε με τα δικά σας. Λογικά μίλησε για νίκη, Μητσοτάκη, Ελλάδα, λαό, πρόοδο – όσοι παρακολουθούν συγκεντρώσεις αυτού του είδους λειτουργούν καλύτερα με τη χρήση keywords.
Ουσιαστικά, είπε όσα λέγονται σε μία παραδοσιακή ελληνική πολιτική συγκέντρωση: απολύτως τίποτα. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως όσο διευρύνεται το ακροατήριο μίας συγκέντρωσης, τόσο περιορίζεται η ουσία του πολιτικού λόγου που εκφέρεται από το βάθρο του ομιλητή. Λογικό. Όταν βγάζεις λόγο στο Speaker’s Corner του Hyde Park, δεν σε αγγίζουν μόνο τα σχόλια του ακροατηρίου αλλά και το σάλιο του. Όταν ομιλείς από μία εξέδρα στο Σύνταγμα, έχεις την πολυτέλεια να φτιάχνεις μία τεράστια φούσκα που κρύβει μέσα της λέξεις και αέρα κοπανιστό. Μπροστά σε μικρό κοινό απευθύνεσαι ξεχωριστά σε κάθε ακροατή. Όμως, όταν απευθύνεσαι προς το λαό, στην πραγματικότητα δεν μιλάς σε κανέναν. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και η έννοια του λαού είναι σε πολλές περιπτώσεις κενή περιεχομένου. Να, συνήθως αντιλαμβανόμαστε το λαό ως κάτι ενιαίο με συγκεκριμένη άποψη και τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα.
Ασφαλώς αυτό δεν ισχύει απόλυτα. Ο λαός αποτελείται από το άθροισμα εκατομμυρίων απόψεων που συμφωνούν σε ορισμένα βασικά. Εξ ορισμού δεν είναι ούτε σοφός, ούτε υπέροχος, ούτε «ξέρει καλά, κυρία μου» που λέει και ο Λάκης. Κάθε άλλο. Ο λαός εύκολα χειραγωγείται και κατευθύνεται. Το θέμα δεν είναι πολιτικό, είναι πρωτίστως ψυχολογικό. Ο Ανδρέας είχε κάνει διδακτορικό σε αυτό. Ένα παιδί που γεννήθηκε τη μέρα της τελευταίας εμφάνισης του Ανδρέα στο Σύνταγμα είναι 18 χρονών και στο Facebook κάνει like όσους αφορίζουν την προηγούμενη γενιά. Ομοίως η προηγούμενη γενιά δείχνει πίσω της, και πάει λέγοντας ως την αρχή του εθνικού χρόνου και το τέλος των γενεών. Ένας φοιτητής που βρέθηκε στην τελευταία ομιλία του Ανδρέα είναι σήμερα σαραντάρης, έχει ακόμα ψίχουλα νεανικού σφρίγους στην τσέπη του σακακιού του, ίσως είναι άνεργος, πιέζεται από επιβαρυμένες αρτηρίες και οικονομικές απαιτήσεις. Tα βράδια προοωθεί chain mails που εξηγούν «την αλήθεια για το χρέος».
Ο συνταξιούχος που παρηγορείται από τον Αυτιά ήταν μεσήλικας σε εκείνη την ομιλία. Σήμερα αισθάνεται προδομένος από τους πολιτικούς. Θα μπορούσα τώρα να καταδείξω πόσο σημαντική ήταν η επιρροή του Ανδρέα στις ζωές όλων, αλλά είναι κάτι που το γνωρίζετε. Θέλω να πω κάτι άλλο. Όλοι αυτοί έχουν λόγο να εξοργίζονται, να αγανακτούν και να μυρίζουν την τσίκνα από τις καντίνες στο Σύνταγμα. Έχουν εξαπατηθεί από τους πολιτικούς, πολλές φορές έγιναν έρμαια αχαλίνωτου λαϊκισμού και σήμερα προσπαθούν να εκφράσουν την αγωνία και να εκτονώσουν την οργή τους. Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν πετύχουν κάτι, δεν ξέρουν τι ακριβώς θα είναι αυτό. Το να εκφράζεις την αγανάκτησή σου χωρίς άμεσο θεσμικό αντίκρισμα μπορεί να κάνει κάποια τζάμια να τρίξουν, αλλά δεν θα ραγίσει ούτε γυαλί.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως αν δεν φτιάξεις τουλάχιστον ένα σύλλογο με μετρήσιμη δύναμη, το σύστημα που πολεμάς θα σε βλέπει με συμπάθεια. Οι άνθρωποι στην πλατεία και στο δίκτυο ισχυρίζονται πως θέλουν να αλλάξουν αυτά που μας πλήγωσαν. Αν αμφισβητούν τον κοινοβουλευτισμό, τότε υπονομεύουν τη σοβαρότητά τους. Η πλατεία διαμαρτύρεται χωρίς να προτείνει. Δεν γίνεται αλλιώς. Διότι, παρά τα όσα εκστομίζονται, ο λαός έχει κοινή θέση μόνο στα στοιχειώδη. Η αμφισβήτηση εκτονώνεται «αναίμακτα», ανέξοδα, χωρίς να απειλεί. Δεν φταίει κανείς, έτσι είναι αυτά. Και γίνονται χειρότερα όταν το συλλογικό θυμικό εξαντλείται στη διαλεκτική για ένα λαό που ποτέ δεν φταίει, έχει πάντα δίκαιο, διατηρεί ακμαιότατο το αλάνθαστο αισθητήριο και μπορεί χωρίς τα λεφτά της τρόικας. Tα social media είναι υπέροχα. Έχουν μόνο ένα αγκάθι. Εκτρέφουν τη νέα και πιο απειλητική μορφή λαϊκισμού. Του λαϊκισμού που δεν εκπορεύεται από την ηγεσία, αλλά από το λαό για τον ίδιο το λαό.