Το μεσημέρι της 4ης Ιουλίου 2009 ένα κοπάδι από μαύρα σύννεφα μαζεύτηκε πάνω από το κέντρο της Αθήνας. Και λίγο μετά τις τέσσερις, όταν το απόγευμα άρχισε να τρώει τη μέρα, η πόλη λούστηκε με μία γενναιόδωρη καλοκαιρινή μπόρα. Κανένας σας δεν το θυμάται. Εγώ δεν θα το ξεχάσω όσο ζω. Στεκόμουν σε ένα μπαλκόνι κοντά στην Ομόνοια. Έβγαλα το κεφάλι από την πράσινη τέντα και άπλωσα το χέρι στη βροχή. Οι σταγόνες έσβησαν το τσιγάρο μου. Drum καπνός, σε χαρτί Rizla, ασημί. Το άφησα να πέσει στο κενό. Ήταν το τελευταίο μου τσιγάρο. Δεν είχα εκτελεστικό απόσπασμα απέναντι. Ήταν, απλώς, η στιγμή που σταμάτησα να είμαι καπνιστής. Μιλάμε για καπνιστή, όχι για social smoker. Kάπνιζα 28 χρόνια. Θεριακλής. Όχι λιγότερα από 40 τσιγάρα τη μέρα. Στην αρχή δύο με τρία πακέτα Camel. Συχνά αγόραζα και τα άφιλτρα. Και μετά ένα μεγάλο σακουλάκι καπνό. Γελοίος. Με το στριφτό, λέει, δεν καπνίζεις την ώρα που οδηγείς. Βλακείες. Μέσα σε ένα μήνα είσαι ικανός να στρίψεις ακόμα και την ώρα που ανεβαίνεις με τις μπάντες στην Πάρνηθα. Έφτυνα κομμάτια καπνού μέσα σε κίτρινο σάλιο. Στη ζωή μου πρέπει να έχω καπνίσει περισσότερα από 350.000 τσιγάρα. Δεν μπήκα στην τρέλα να υπολογίσω πόσα πλήρωσα και πόσα κύτταρα έκαψα. Προσπάθησα, όμως, να βρω ποιο τσιγάρο αγάπησα περισσότερο. Κανένα από αυτά που φαντάζεστε. Το τσιγάρο που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου το κάπνισα στο αεροδρόμιο του Σίδνεϊ, τον Σεπτέμβριο του 2000. Χαρμάνης, μετά από ταξίδι 23 ωρών. Βγήκα από το αεροδρόμιο με τσιμπιές πόνου στο κορμί-έλεγα ότι πιάστηκα από το ταξίδι. Άναψα το Camel και αισθάνθηκα την καύλα να συναντά την ευτυχία. Το είδα και στους διπλανούς μου. Κάπνισα τρία τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο. «Είσαι άρρωστος, μαλάκα» είπα στον εαυτό μου. Χρειάστηκε εννιά χρόνια για να μου απαντήσει.
Καπνίζετε. Λέτε ότι σας αρέσει το τσιγάρο. Απόλαυση. Λάθος, αγαπημένα μου πρεζόνια. Αν σας αρέσει το τσιγάρο μετά το φαγητό, το σεξ ή μαζί με το ποτό είναι επειδή ο εαυτός σας θέλει πρώτα να εξασφαλίσει τη δόση του για να σας χορηγήσει στη συνέχεια το αίσθημα της ικανοποίησης. Κάντε μια παύση και σκεφτείτε το. Δεν είναι το τσιγάρο που κάνει το ποτό σας καλύτερο. Είναι η ικανοποίηση της εξάρτησης που σας επιτρέπει να το απολαύσετε πιο χαλαροί. Από ένα σημείο και μετά, όταν επέλθει η εξάρτηση, καπνίζεις για να εξασφαλίσεις την ηρεμία σου. Καπνίζεις, μαλάκα, για να αισθάνεσαι όπως ένας άνθρωπος που δεν καπνίζει. Και ο μοναδικός λόγος που το κάνεις είναι επειδή είσαι εξαρτημένος στη νικοτίνη. Άσχημη ουσία. Αλλά παλεύεται. Είχα διαλέξει να είναι 4th of July. Ημέρα Ανεξαρτησίας. Έκανα το session του Allen Carr. Ήρθε και η σύντροφος μου. Δεν ήθελε να το κόψει. Το έκοψε. Θυμάμαι τις μέρες λεπτό προς λεπτό. Ήμουν άνεργος και τρομαγμένος. Με υπνηλία, διαβολεμένη όρεξη και εκρήξεις θυμού. Τον πρώτο μήνα πήγε να γκρεμιστεί το σπίτι. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι από τους άθλους που μπορείς να καταφέρεις. Κοιμόμουν νωρίς και σηκωνόμουν κατά τις έξι. Με καθαρό κεφάλι. Και χρόνο. Αν δεν καπνίζεις αισθάνεσαι ότι έχεις χρόνο, σου περισσεύουν πεντάλεπτα. Η δύσπνοια σταμάτησε. Το στήθος έπαψε να βράζει. Ο βήχας τελείωσε. Έξι μήνες μετά είδα ένα όνειρο. Κάπνιζα. Το βίωσα ως εφιάλτη. Το πρωί κατάλαβα ότι τελείωσε. Πέντε χρόνια μετά δεν το θυμάμαι. Πετυχαίνω καμιά φωτογραφία μου με τσιγάρο στο χέρι και νομίζω ότι είναι από άλλο σύμπαν. Δεν μπορώ να ανακαλέσω τη γεύση, θυμάμαι, όμως, το στόμα να γίνεται «τσαρούχι». Δεν μου λείπει, προφανώς επειδή ψυχολογικά το έχω συνδέσει απόλυτα με την εξάρτηση. Πότε-πότε ζηλεύω κανένα πούρο. Όμως δεν το ρισκάρω. Όπως ο πρώην αλκοολικός δεν θα το ξαναβάλει στο στόμα του, έτσι και ο πρώην καπνιστής δεν πρέπει να πάρει, συνειδητά, νικοτίνη-ως παθητικός καπνιστής προσλαμβάνεις συνέχεια. Έβαλα κιλά. Τα έχασα. Σταμάτησα να ξορκίζω την παλιά έξη, κάνοντας εκνευριστικό κήρυγμα σε καπνιστές. Τώρα τους καταλαβαίνω.