Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χάνει ευκαιρία να εγκαλεί τον Μητσοτάκη ως ακροδεξιό. Η δεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας εμμέσως τον καταγγέλλει για κινήσεις και πρωτοβουλίες πέρα από τις κόκκινες γραμμές του συντηρητικού φάσματος. Και αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει την πολιτική του ηγεμονία. Ελέγχει το Κέντρο.
Αυτές τις μέρες γράφονται πολλά για τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στο δημοσκοπικό παράδοξο που καταγράφει τη σαφή υπεροχή της κυβέρνησης έναντι της αντιπολίτευσης. Συνήθως τα δύο χρόνια κυβερνητικού βίου είναι το σημείο όπου η αντιπολίτευση παίρνει κεφάλι στις δημοσκοπήσεις και ο αρχηγός της ζητάει εκλογές. Θα το κάνει και ο Τσίπρας, ως οφείλει. Μόνο που αν βάλεις τις δημοσκοπήσεις δίπλα στο αίτημα, δεν παίρνεις πολιτικό αποτέλεσμα, αλλά ανέκδοτο.
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Ναι, βέβαια, είναι η διαχειριστική επάρκεια που επέδειξε ο Μητσοτάκης σε κρίσιμες στιγμές, όπως η κρίση στα ελληνοτουρκικά, το πρώτο κύμα της πανδημίας, οι εμβολιασμοί, αλλά και η ψηφιακή εκδοχή του κράτους. Ναι, φυσικά, είναι και η ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης που παραμένει παγιδευμένη στους αναχρονισμούς της, λες και είμαστε στο 2012, αδυνατώντας να καταθέσει αξιόπιστη πρόταση. Είναι και το πρωθυπουργικό προφίλ των δύο που, αν τους βάλεις στη ζυγαριά της σύγκρισης, ο Τσίπρας προκύπτει ελλιποβαρής.
Ομως είναι και κάτι ακόμα που φαίνεται ότι δεν έχει κατανοήσει η αντιπολίτευση, όχι μόνο η αξιωματική. Η κοινωνία βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τα κόμματα, απαλείφοντας τα ιδεολογικά πρόσημα από την πολιτική εξίσωση. Αυτό ο Μητσοτάκης το κατάλαβε πρώτος και κατάφερε να το «πουλήσει», αλλάζοντας γήπεδο στην αντιπαράθεση. Οι άλλοι ακόμα νομίζουν ότι οι πολίτες είναι κολλημένοι στο παραδοσιακό δίπολο Δεξιά-Αριστερά, εμπνέονται από αγώνες και σκέφτονται πάνω στα κλισέ της προ κρίσης εποχής. Κατεβαίνουν, λοιπόν, να παίξουν σε ένα γήπεδο όπου από τα μεγάφωνα ακούγονται συνθήματα για τον Εμφύλιο, για χούντες, αστυνομοκρατία, Κουφοντίνες και ιστορικά απωθημένα που αναζητούν δικαίωση για να ξορκίσουν τα φαντάσματα στη Μακρόνησο. Και ο Μητσοτάκης δεν είναι καν εκεί.
Ενα παράδειγμα: η πολιτική συμπάθεια που θρέφουν οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ για την κυβέρνηση, αλλά και το κομμάτι (30%) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να φυλάσσονται, είναι σημεία ενδεικτικά της αλλαγής που υπέστη το πολιτικό ακροατήριο. Όλο και περισσότεροι πολίτες δεν ξεκινούν πλέον από ιδεολογική αφετηρία, αλλά από τη λειτουργικότητα των λύσεων που προτείνουν οι σχηματισμοί. Κάποτε έφτανε ένα «όλα τα κιλά και όλα τα λεφτά» για να χτίσεις εκλογικό κοινό. Τώρα το ίδιο ακούγεται ως αστείο. Και όμως κάποιοι επιμένουν να το υιοθετούν ακόμα. Ο Τσίπρας είπε ότι θα προσεγγίσει το Κέντρο από τα Αριστερά, απευθυνόμενος, βέβαια, στη βάση του κόμματός του. Αν το πιστεύει κιόλας, τότε το αδιέξοδό του είναι μεγάλο.
Με αυτές τις συνθήκες, αν δεν συμβεί κάτι δραματικό, η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη είναι εξασφαλισμένη και δημιουργεί προϋποθέσεις για σχετικά εύκολη ανανέωση της θητείας του. Θα πάμε σε εκλογές και από τη μία θα υπάρχει το σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και από την άλλη οι φωνές για αστυνομοκρατία με υποσχέσεις για επιδόματα. Ποιος λέτε να κερδίσει;