Λίγο πριν η δεκαετία του ’70 κοπεί στη μέση, η μαθήτρια Αγαθή Δημητρούκα από την Αιτωλοακαρνανία έγραψε ένα γράμμα στον ποιητή Νίκο Γκάτσο. Μίλησαν και στο τηλέφωνο. Και η Αγαθή βρέθηκε κοντά στον Γκάτσο σαν το έντομο που πλησιάζει τη λάμπα αλλά δεν καίγεται, μεταμορφώνεται σε πυγολαμπίδα. Εμεινε δίπλα του για πολλά χρόνια, ως τον θάνατό του. Μετά άρχισε να ζει ξανά ή, καλύτερα, ξεκίνησε μία καινούργια ζωή. Λες και απελευθέρωσε έναν αναστεναγμό που ήθελε χρόνια να βγει.
Το βιβλίο «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο» είναι η αφήγηση της Αγαθής Δημητρούκα για τα χρόνια που έζησε πλάι στον Νίκο Γκάτσο. Λάθος, δεν είναι ακριβώς αυτό. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να παρασυρθεί νομίζοντας ότι θα κρυφακούσει τους φόβους του ποιητή ή το μουρμουρητό του Χατζιδάκι. Το βιβλίο μπορεί να αναφέρεται στον Γκάτσο, αλλά εστιάζει στη Δημητρούκα. Χαρτογραφεί τον ψυχικό της κόσμο, είναι, όντως, μία μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Η συγγραφέας αποκαλύπτεται, υπάρχουν γραμμές που τη βλέπεις να πέφτει γυμνή στα γόνατα, να ανοίγει τα χέρια και να στρέφει το βλέμμα προς τον ουρανό. Αντιθέτως ο Γκάτσος παραμένει προστατευμένος κάτω από ένα κέλυφος τρυφερότητας. Η γραφή δεν σημειώνει καν τη μέρα του θανάτου του. Ακόμα και οι δύσθυμες ιδιαιτερότητες του περιγράφονται ως ψηφίδες μίας εμβληματικής εικόνας-άλλωστε αυτό δεν ήταν;
Η Αγαθή Δημητρούκα γράφει για τη ζωή της δίπλα στον Γκάτσο. Δεν γράφει για τη ζωή του Γκάτσου. Και αν θέλετε, αυτό καθιστά το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον. Είναι σαν να γράφει ο καθρέφτης για το είδωλο που του δανείζει χαρακτηριστικά και κομμάτια από τη μορφή του. Η περίληψη είναι έντιμη όταν σημειώνει ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με μία ανάσα. Φαίνεται στην αφήγηση. Στην αρχή, στα παιδικά χρόνια της συγγραφέως, η εικόνα είναι σκοτεινή. Και μετά φωτίζεται σταδιακά από τη μορφή του Γκάτσου. Στη συνέχεια η Αγαθή αρχίζει και ζει ανάμεσα σε μορφές στις οποίες η ίδια δεν ανήκει. Γι’ αυτό και η περιγραφή της, όσο και αν είναι συναισθηματικά φορτισμένη, καταφέρνει και διατηρεί μία απόσταση. Αν διαβάσετε το βιβλίο θα διαπιστώσετε ότι από ένα σημείο και μετά σχεδόν αδιαφορείτε για τον Γκάτσο. Παρακολουθείτε μόνο την Αγαθή και προσπαθείτε να αντιστοιχίσετε τις δικές σας συναισθηματικές διακυμάνσεις με τις δικές της. Στο τέλος του βιβλίου δεν μπορείτε να αποφασίσετε αν θέλετε να της χαρίσετε δάκρυ ή χαμόγελο. Μάλλον και τα δύο. Δάκρυ για τα νιάτα που έζησε κλεισμένη μέσα σε ένα μύθο, χαμόγελο για μία δεύτερη ζωή που πρόλαβε να αρχίσει. Δεν μπορείς να μην τη δεις με τρυφερότητα.
Το βιβλίο ξεκινάει με μία επιστολή του ποιητή Φρανθίσκο δε Κεβέδο. Γράφει πως μετράει 52 χρόνια ζωής και μέσα σε αυτά τους ενταφιασμούς του: πέθανε η νηπιακή ηλικία, πέθανε η παιδική ληκία, πέθανε η νιότη, η εφηβεία, η ανδρική ηλικία. «Πως αποκαλώ ζωή ένα γήρας το οποίο είναι τάφος όπου εγώ ο ίδιος είμαι ενταφιασμός πέντε αποβιωσάντων που έχω βιώσει;» Η Δημητρούκα παραθέτει το απόσπασμα επειδή είναι και η ίδια 52 ετών. Oμως δεν είναι πολλοί θάνατοι μέσα σε έναν τάφο, αλλά πολλές ζωές μέσα σε μία.