Οταν δέχθηκες το πρώτο χαστούκι τον είδες να πέφτει στα γόνατα με δάκρυα στα μάτια. Αρχισε να εκλιπαρεί για συγχώρεση. Δεν ξέρει ούτε ο ίδιος γιατί το έκανε. Ηταν μία κακή στιγμή, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, ορκίζεται στα ιερά και στα όσια του. Και εσύ είπες να του δώσεις την ευκαιρία. Λες στον εαυτό σου ότι πρέπει να τον πιστέψει. Και για να πάρεις πιο εύκολα την απόφαση, αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι ίσως κάπου φταις και εσύ. Μήπως το παρατράβηξες; Μήπως έγινες εκνευριστική στο τέλος μίας δύσκολης μέρας για εκείνον;
Δεν το εκμυστηρεύτηκες σε κανέναν. Ούτε σε φίλους, μήτε σε γονείς. Λες ότι δεν θέλεις να τους ανησυχήσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι ντρέπεσαι. Ομως δεν το παραδέχεσαι ούτε στον εαυτό σου. Αλλωστε θα σου πουν να τον αφήσεις, όμως εσύ του έχεις ήδη δώσει μία δεύτερη ευκαιρία. Η επόμενη σφαλιάρα ήταν πολύ πιο δυνατή. Σε πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου, κόλλησες στον τοίχο. Ξεκίνησε, πάλι με λυγμούς, να σου λέει για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε, για την κακοποίηση που υπέστη από τον πατέρα του, το ξύλο που έφαγε ως παιδί. Και αρχίζει να σου φυτεύει τύψεις στο μυαλό. Αισθάνεσαι ότι κάπου φταις και εσύ. Είναι και κάτι άλλο μέσα σου, εντελώς απροσδιόριστο, που σου ψιθυρίζει ότι τα αξίζεις όλα αυτά. Ετσι ήσουν από παιδί, αν και δεν ξέρεις γιατί. Φταις και πρέπει να τιμωρείσαι για αυτό. Η τρίτη σφαλιάρα ήταν πολύ πιο δυνατή. Σου έσκισε ελαφρά το κάτω χείλος, μάτωσες. Και αποφάσισες να τον παρατήσεις. Δεν θα γίνεις σαν τις άλλες που προσαρμόζουν τη ζωή τους στο μαρτύριο, που φτάνουν στο σημείο να συμβιώνουν με τον φόβο ως κομμάτι της καθημερινότητας τους, που έχουν ξεχάσει πώς ήταν η ζωή χωρίς τρόμο. Του ζητάς να φύγει από το σπίτι. Δεν φεύγει. Μαζεύεις τα πράγματα σου και φεύγεις εσύ.
Σου τηλεφωνεί και κλαίει. Ερχεται έξω από τη δουλειά σου, γονατίζει στο πεζοδρόμιο και σε εκλιπαρεί. Το πρόσωπο του είναι μούσκεμα από τα δάκρυα. Και έχει κάτι να σου υποσχεθεί. Θα κάνει ψυχοθεραπεία. Θα κόψει το ποτό ή τις ουσίες. Θα πάρει φάρμακα. Γιατί θέλει να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του. Χωρίς εσένα δεν έχει νόημα. Πώς να ζήσει μέσα στην απουσία σου; Θα πέσει από το μπαλκόνι, θα κόψει φλέβες, θα πάρει χάπια, θα καβαλήσει τη μηχανή και θα πάει να γίνει χαλκομανία στο πρώτο ντουβάρι που θα βρει μπροστά του. Και εσύ γυρίζεις στο σπίτι. Οι φίλες σου επέμεναν να μην το κάνεις. Δεν τις άκουσες. Τώρα αρχίζεις και τις αποφεύγεις. Από ντροπή.
Δεν θυμάσαι πώς ξεκίνησε ο επόμενος καυγάς. Θυμάσαι μόνο την κλωτσιά στην πλάτη, όταν σηκώθηκες για να κλειστείς στο υπνοδωμάτιο. Επεσες στο μωσαϊκό του χολ. Πριν προλάβεις να σηκωθείς σε έπιασε από τα μαλλιά, σου γύρισε το κεφάλι προς το πρόσωπο του και ξεκίνησε να πετάει σάλια και βρισιές. Ούρλιαζε. Ο γείτονας χαμήλωσε την ένταση της τηλεόρασης για να ακούει καλύτερα. Ζητούσες βοήθεια. Δεν ήρθε κανείς. Είπες ότι φεύγεις. Σου απάντησε ότι αν το κάνεις θα έρχεται κάθε μέρα στη δουλειά σου μέχρι να σε διώξουν. Θα σε σκοτώσει. Θα σκοτώσει και τους γονείς σου. Ξέρει πού μένουν. Ξέρει και πού μένουν οι φίλες σου. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να σε σώσει. Τα χείλη του κινούνται και εσύ πια δεν ακούς, βλέπεις μόνο την απόκοσμη λάμψη στα μάτια του. Πήγες στην Αστυνομία. Κατήγγειλες την κακοποίηση. Σου είπαν να υποβάλεις μήνυση για ξυλοδαρμό. Το έκανες. Δεν τον βρήκαν και παρήλθε το Αυτόφωρο. Αλλά και να τον έπιαναν, δεν θα τον έβαζαν πίσω από τα κάγκελα. Είναι πλημμέλημα. Το πολύ ένας αυστηρός αστυνομικός να του έλεγε στο αφτί ότι θα του βάλει το γκλομπ εκεί που ξέρει. Ομως δεν τον βρήκαν. Αλλά θα βρει αυτός εσένα.