Όλα τα βλέπω σκοτεινά και μπερδεμένα, λες και με βρήκαν όλες οι καταστροφές». Ποτέ μου δεν κατάλαβα για ποιο λόγο η πιο αντρίκια σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου κάνει σουξέ στο Youtube, αλλά όχι στο εθνικό μας λεύκωμα. Εκεί η Στέλλα συνεχίζει να πατάει με το τακουνάκι της όλους τους άλλους. Άδικο. Δύο καλοί ηθοποιοί έχουν στη διάθεσή τους ένα άδειο σταυροδρόμι για να αποδώσουν τη σκηνή με το μαχαίρωμα. Θεωρητικά θα μπορούσαν να τη γυρίσουν αμέτρητες φορές, μέχρι ο σκηνοθέτης να πάρει το χασαπομάχαιρο στο χέρι και τους πρωταγωνιστές στο κυνήγι. Όμως στο «Όλα είναι δρόμος», ο Βούλγαρης είχε μία και μοναδική ευκαιρία για να γυρίσει τη σκηνή του «Βιετνάμ». Αν δεν τη ξέρετε πηγαίνετε τώρα να τη δείτε και επιστρέψτε, εδώ είμαι.
Ο Μάκης, που ερμηνεύεται από τον Γιώργο Αρμένη, βρίσκεται στο επαρχιακό σκυλάδικο «Βιετνάμ», με τον νταλκά να βγάζει δόντια και να του τρώει την ψυχή. Αποφασίζει, λοιπόν, να επαναπροσδιορίσει την έννοια της ζημιάς. Κόβει μία επιταγή τριάντα εκατομμυρίων δραχμών και αγοράζει το μαγαζί. Βγαίνει έξω. Τον περιμένει ένας εκσκαφέας και η ορχήστρα με τη Μαίρη Μαράντη να τραγουδάει το «Θα πάρω φόρα». Δεν είναι στίχος, είναι μανιφέστο: «Θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω, αυτά που μου έχουν μπερδέψει τη ζωή. Θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω, να πάρω επιτέλους μια αναπνοή». Ο Μάκης παίρνει στροφές και χοντρές τζούρες από ουίσκι. Λούζεται με αλκοόλ, βάζει φωτιά στα ρούχα του. Και έτσι, ως φλεγόμενος δερβίσης αναφωνεί το λυτρωτικό «Ρίχ’ το, Ηλία!». Είναι η εντολή προς το χειριστή του εκσκαφέα να γκρεμίσει το μαγαζί. Η ορχήστρα παίζει, ο εκσκαφέας γκρεμίζει και ο Μάκης απομακρύνεται χορεύοντας προς κάτι χωράφια, έχοντας αναβαθμίσει το σπάσιμο και τη ζημιά στον υπέρτατο βαθμό. Δεν έκανε, απλώς, το μαγαζί θερινό, το γκρέμισε κιόλας.
Τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Μάκη στο κάψιμο τριάντα εκατομμυρίων και στην κατεδάφιση ενός σκυλάδικου; Πολλά και τίποτα. Όταν έχεις κατεβάσει ένα μπουκάλι ουίσκι μπορείς να κάνεις τη ζημιά επειδή διαφωνείς με τη θεωρία της σχετικότητας. Το πρόβλημα του κάθε Μάκη είναι ότι το μεσημέρι ξυπνάει και βλέπει πως από το μπλοκ των επιταγών του λείπει ένα φύλλο και από την ψυχή του ένα κομμάτι. Η εκτόνωση της οργής, του νταλκά, ρε παιδί μου, είναι ένα λυτρωτικό συναίσθημα, κι ας μη ξέρεις αν θα σε οδηγήσει στα χωράφια, στη φυλακή ή στο νεκροτομείο. Είναι ωραίο, αρκεί να το κάνεις σε σκυλάδικο. Τώρα, αν πρόκειται για ολόκληρη χώρα, το συναίσθημα μπορεί να είναι ακριβώς το ίδιο αλλά τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Παρακολουθώ την κουβέντα για μεταφορά και στο Σύνταγμα της διάθεσης των Ισπανών που έβγαλαν ρίζες στις πλατείες. Διαβάζω και σχόλια στο twitter. Να βγούμε στο δρόμο. Ναι, είναι μία αυθόρμητη αντίδραση, ένα υγιές αντανακλαστικό.
Να διαμαρτυρηθούμε. Ναι, να σπάσουν τζάμια οι φωνές μας. Να ζητήσουμε αληθινή δημοκρατία. Μόνο που για να ζητήσεις αληθινή δημοκρατία πρέπει να μπορείς να την περιγράψεις. Δεν αρκεί να δώσεις το περίγραμμα, χρειάζονται και οι γωνίες μετρημένες μοίρα προς μοίρα. Αυτό που είναι για μένα αληθινή δημοκρατία δεν σημαίνει απαραιτήτως το ίδιο για σας. Αλλά να κατέβουμε στο Σύνταγμα. Να μετρηθούμε και να αναμετρηθούμε. Όμως ποιοι; Αριστεροί και φιλελεύθεροι; Οι άνεργοι με τους συνδικαλιστές; Οι χρυσαυγίτες με τα Εξάρχεια; Πόσοι μετανάστες; Ας πάμε στο Σύνταγμα, αλλά πρέπει να φτιάξουμε μία τεράστια γκαρνταρόμπα για να δώσουμε τις εμμονές και τις αναστολές μας. Άλλωστε, η έκπτωση μπορεί να αναζητήσει την πατρότητά της και στις συγκρούσεις μας. Το Σύνταγμα είναι εκεί, αλλά για να τρομάξουν και άλλοι εκτός από τα περιστέρια, η οργή πρέπει να αποκτήσει στόχευση και ατζέντα. Αν δεν τα αποκτήσει, τότε θα γίνει σαν ανθρακούχο αναψυκτικό που ξεθυμαίνει. Ποιος θα συντάξει την ατζέντα; Εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Με αριστερή ηγεσία σε άλλες δεκαετίες και κόμματα εξουσίας σε άλλον πλανήτη, η οργή δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε δημιουργικότητα. Για να το πω απλά, λείπουν τα πρόσωπα και δεν ξέρουμε πώς να φτιάξουμε καινούργια. Ένας μας απέμεινε. Ο Ηλίας.