Μία υπάλληλος στα διόδια των Αφιδνών παρατηρεί την επιστροφή των παραθεριστών και σκέφτεται εκείνους που δεν θέλουν να επιστρέψουν στην Ιθάκη
Υπάρχει ένα είδος μυρμηγκιών που τοποθετεί φύλακες στην είσοδο της φωλιάς. Εποπτεύουν την επιστροφή των άλλων μυρμηγκιών και τη μεταφορά τροφής στο υπόγειο βασίλειο. Σκοπός τους είναι να προστατεύσουν τη φωλιά από την είσοδο τροφής που θα μπορούσε να βλάψει τη βασίλισσα. Ταυτόχρονα ελέγχουν μήπως τα εισερχόμενα έντομα έχουν μολυνθεί από επιβλαβείς ουσίες. Αν διαπιστώσουν κάτι τέτοιο, τα σκοτώνουν. Όμως η εξόντωση των μιαρών μυρμηγκιών μεταφέρει τη μόλυνση και στους φύλακες. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αυτοκτονούν χρησιμοποιώντας τις δαγκάνες τους. Η Φωφώ έμαθε για αυτά τα μυρμήγκια βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ στο Netflix. Και το συγκράτησε γιατί, κατά κάποιον τρόπο, της θυμίζει τη δουλειά της, στα διόδια των Αφιδνών. Με αφαιρετική και αρκετά ποιητική διάθεση, θα μπορούσε να πει ότι αυτές τις μέρες, οι εργαζόμενοι στα διόδια είναι οι φύλακες της πόλης. Το μεγάλο χέρι που τοποθετεί το καπάκι στο μπουκάλι όταν αυτό γεμίσει.
Σήμερα εργάζεται από το μεσημέρι ως το βράδυ. Φοράει τη γαλάζια μπλούζα της δουλειάς, έχει μπροστά της τακτοποιημένο το ταμείο, στα αριστερά της είναι ο βραχίονας με το POS και στα δεξιά της, πολύ διακριτικά, μία εικόνα του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Δεν την τοποθέτησε η ίδια, αλλά δεν την ενοχλεί. Ούτως ή άλλως και οι τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης, από τα διόδια θα περάσουν όταν σημάνει η ώρα. Προς το παρόν περνούν Ι.Χ. Με σχάρες περίτεχνα φορτωμένες με τσάντες και ποδήλατα και κάτι απροσδιόριστα αντικείμενα ακανόνιστου σχήματος, τυλιγμένα σε σακούλες των Jumbo που φουσκώνουν στον αέρα σαν πανιά καραβιού, όμως καμία θάλασσα δεν περιμένει πια τους επιβάτες. Και αν η Φωφώ παίξει λίγο τα μάτια της, θα δει στο βάθος τις τεράστιες φλόγες από την Εύβοια και από μέσα τους να ξεπηδούν Ταλιμπάν που τρέχουν στο κατόπι των αλαφιασμένων οδηγών. Η Αποκάλυψη του φετινού καλοκαιριού.
Παρακολουθεί τους εκδρομείς να επιστρέφουν. Είναι επί της υποδοχής. Τα πρόσωπα της πόλης που ξαναμπαίνουν στη θέση τους στο ψηφιδωτό, χιλιάδες πίξελς επανατοποθετούνται στη μεγάλη εικόνα. Σκέφτηκε ότι κανένας δεν έχει γράψει, δεν έχει τραγουδήσει για αυτούς που δεν θέλουν να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Για αυτούς που ποθούν να στρίψουν τη λαγουδέρα, να γυρίσουν το πανί και να παρακάμψουν το νησί, να φύγουν δυτικά στο πέλαγο. Για την ανοησία του Οδυσσέα να εγκαταλείψει την Κίρκη. Πόσο γουρούνι ήσουν ρε Οδυσσέα! Για την περίπτωση, βρε αδερφέ, να το μετάνιωσε που δεν άκουσε τις Σειρήνες και βρέθηκε να ματώνει τα χέρια του με τους μνηστήρες. Γιατί, τελικά, η Ιθάκη μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλο μέρος στον κόσμο εκτός από την Ιθάκη. Στα χρόνια που δουλεύει στα διόδια έχει δει χιλιάδες πρόσωπα. Να φεύγουν ή να επιστρέφουν. Τα ακροδάχτυλα της αγγίζουν αμέτρητα χέρια. Παίρνει τα λεφτά, εκδίδει την απόδειξη, σηκώνεται η μπάρα, δίνει τα ρέστα. Βγάζει τον βραχίονα του POS, πετάει στο καλάθι την απόδειξη που δεν παραλαμβάνει ο βιαστικός οδηγός. Και κάπως έτσι έμαθε να τους παρατηρεί και να τους ξεχωρίζει. Να βλέπει μία ψηφίδα και να φαντάζεται την εικόνα.
Ο τύπος με τα τρία παιδιά και τη σύζυγο στο παλιό Vitara. Που της απλώνει το χέρι για να πληρώσει και είναι σαν να της ζητάει βοήθεια. Οδηγεί με σαγιονάρες και έτσι όπως η βερμούδα ανεβαίνει λίγο προς τα πάνω, το πόδι ξασπρίζει, σημάδι που δείχνει ότι φοράει μακρύ μαγιό. Στο πίσω κάθισμα τα παιδιά μαλώνουν και η σύζυγος, με το τάμπλετ στο χέρι, γυρίζει απειλητικά το κεφάλι προς τα πίσω. Πού πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Στο σπίτι ή στο μέτωπο; Το νεαρό ζευγάρι με τη μοτοσυκλέτα που εκνευρίζει τους άλλους στην ουρά καθώς ψάχνουν τα ψιλά. Είναι το πρώτο καλοκαίρι που πέρασαν μαζί και η Φωφώ το κατάλαβε από ένα «αγάπη μου» που έπιασε στον αέρα -ήταν από τα φρέσκα. Το ηλικιωμένο ζευγάρι με τη μεσόκοπη κόρη στο τιμόνι. Τους μεταφέρει από το χωριό πίσω στην πόλη και στους γιατρούς και μέσα της φοβάται (ή ελπίζει;) ότι ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που έκανε τη διαδρομή. Όλοι και όλοι από τα διόδια πέρασαν πέντε-έξι άνθρωποι σε χιλιάδες αντίτυπα. Τους είδε όλους. Δεν την είδε κανείς. Βλέπουν το χέρι της, το POS, αλλά δεν γυρίζουν καν το κεφάλι να την κοιτάξουν. Την αγγίζουν, αλλά δεν τη βλέπουν. Για κάποιους είναι και ο μοναδικός άνθρωπος που θα αγγίξουν, έστω και έτσι, μέσα στη μέρα. Όμως τα μάτια τους δεν ακουμπούν πάνω της. Για αυτό και συχνά, όταν επιστρέφει σπίτι, στην Πλατεία Αττικής, αισθάνεται αόρατη. Και λέει ότι είναι το πρόσωπο μέσα σε μία άδεια κορνίζα.