Για οκτώ χρόνια είχα τη συλλογή με τα CD μου μέσα σε κούτες, σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Και τώρα ήρθε η στιγμή να αδειάσω αυτό το υπόγειο. Οι κούτες ανασύρθηκαν. Τα CD ήταν μέσα χύμα, λες και βλέπεις κουτί με κέρματα. Δεν θα την έλεγες κακή συλλογή, ειδικά στο πεδίο του κλασικού ροκ. Ομως έχει πάνω από μία δεκαετία από τότε που άκουσα CD.
Στο σπίτι δεν υπάρχει CD player. Μήτε στο αυτοκίνητο. CD player βλέπω κάθε μέρα στον Best Radio, αλλά εξ όσων γνωρίζω, κανένας μας, από τους παραγωγούς, δεν το χρησιμοποιεί. H μουσική είναι σε σκληρούς δίσκους, στικάκια και, αν μη τι άλλο, στο Spotify. Δεν σου κοστίζει ούτε δέκα ευρώ τον μήνα και έχεις όλη τη μουσική του κόσμου.
Τηλεφώνησα σε έναν τύπο που έχει δισκοπωλείο στο Μοναστηράκι. Ξεκίνησε να έρθει. Οσο τον περίμενα, περιεργαζόμουν δισκάκια. Για μερικά θυμόμουν και τη μικρή προσωπική ιστορία που κρύβουν στο κουτί τους, πόσο χρονών ήμουν και από πού τα αγόρασα. Αλλα είχαν επάνω τους αυτοκόλλητα με τιμές σε λίρες Αγγλίας, μάρκα, γαλλικά φράγκα και δολάρια. Και φτάνεις να λες ότι είναι ένα κομμάτι της ζωής σου που, απλώς, σου πιάνει χώρο. Σκέφτηκα να κρατήσω τη δισκογραφία των Deep Purple. Για ποιο λόγο; Για να μαζεύει σκόνη ως απολίθωμα μίας εποχής; Αυτός που θα την πάρει στα χέρια του ίσως της ξαναδώσει ζωή σε κανέναν player. Κράτησα μόνο μία κασετίνα με το Woodstock.
Οσο έβλεπα τον τύπο να περιεργάζεται τα CD αισθανόμουν ότι κάνω κάτι λάθος. Ακόμα χειρότερα: ένιωθα ότι διαπράττω μία μικρή προδοσία εις βάρος του παρελθόντος , της μόνης σίγουρης περιουσίας που έχουμε στη ζωή. Ομως από την άλλη, η ιδέα να πουλιούνται αυτά στο Μοναστηράκι και να καταλήξουν σε άλλα χέρια, ίσως και πολύ μακριά από εδώ, μου φαίνεται γοητευτική. Σαν να έκαψα ένα κομμάτι της ζωής μου και να σκόρπισα την τέφρα του. Πήρα και 200 ευρώ. Λάθος. Δεν έπρεπε να πάρω ούτε σεντ. Αυτά τα πράγματα μόνο χαρίζονται, πετιούνται ή καίγονται. Δεν πωλούνται.