Ξέρω ανθρώπους που θα προτιμούσαν να τους παρακολουθεί η NSA σε συνεργασία με τη Μοσάντ, παρά η γυναίκα τους. Ομοίως, είμαι σε θέση να στοιχηματίσω ότι, παγκοσμίως, περισσότεροι έχουν υποστεί παρακολούθηση ή υποκλοπή δεδομένων από το έτερον ήμισυ, παρά από μυστικές υπηρεσίες. Σημειώνω δε ότι και στις δύο περιπτώσεις, έτσι και τα δεδομένα αποδειχθούν επιβαρυντικά, είναι εξαιρετικά πιθανό να σε βρουν στον δρόμο και σε ιδιαίτερα άσχημη κατάσταση.
Θα μου πείτε ότι πολιτικά είναι αδιάφορο αν σε παρακολουθεί η γυναίκα σου και άκρως ενδιαφέρον αν διαβάζει τα mail σου ένας πράκτορας της NSA – ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μπορεί να έχει υποστεί τα πάνδεινα επειδή η γυναίκα του τον τσάκωσε με στοιχεία που όφειλε να εξαφανίσει. Δεν διαφωνώ. Όμως, ταυτοχρόνως, διαπιστώνω ότι η παγκόσμια και δικτυωμένη κοινωνία το έχει καταπιεί ως αυτονόητο. Και ως αναπόφευκτο. Από τη στιγμή που αναγνωρίζεις στην κάθε Google τη δυνατότητα να παρακολουθεί τη δικτυακή σου συμπεριφορά, ώστε να σου σερβίρει διαφήμιση, ουσιαστικά αποδέχεσαι ότι κάτι τέτοιο μπορούν να κάνουν και οι υπηρεσίες. Δεν σου αρέσει, αλλά όταν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει, τότε θα γίνει. Εν τέλει το θεωρείς και ως αναγκαίο κακό.
Ο Ομπάμα βγαίνει και σου λέει ότι έτσι απέτρεψαν πάνω από πενήντα τρομοκρατικές επιθέσεις. Και στο τέλος μένεις να το σκέφτεσαι πριν εκφράσεις τις αντιρρήσεις σου. Ίσως γι’ αυτό δεν έχουμε δει πλατείες να γεμίζουν με αιτήματα κατά των παρακολουθήσεων. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα του πράγματος, ενίοτε και τη χρησιμότητα του σκανδάλου. Και όμως, αν γυρίσεις απότομα και κοιτάξεις πίσω σου, θα δεις ένα βουνό από αριθμούς και λέξεις. Είναι τα τηλεφωνήματα που έκανες, τα SMS που έστειλες και τα email που έγραψες. Οι συναλλαγές της πιστωτικής σου κάρτας, τα like στο Facebook και τα favorite στο twitter. Μνήμη που δεν σβήνει και, ενίοτε, δεν συγχωρεί. Όμως, δεν σε πειράζει. Επειδή λες ότι κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί σου. Αισθάνεσαι ασφαλής επειδή νιώθεις ασήμαντος.