Οι χειροπέδες ταιριάζουν στον χρυσαυγίτη. Προς Θεού, δεν εννοώ πολιτικά και δεν είμαι απολύτως σίγουρος για το ποινικό πριν αποφανθεί η δικαιοσύνη. Αισθητικά όμως, λες ότι αν στηνόταν κολεξιόν και επίδειξη βραχιολιών, η επιλογή μοντέλου θα ήταν σχεδόν αυτονόητη. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν αφήνουν χώρο στην αστική ευγένεια και στην πολιτική ορθότητα. Και ενώ η αισθητική προσδιορίζεται κυρίως δια του υποκειμενικού της χαρακτήρα, κάποιες εικόνες δεν σου επιτρέπουν να το διαπραγματευτείς. Γίνεσαι απόλυτος. Ναι, ο Παναγιώταρος είναι πιο κομψός με χειροπέδες παρά με κουστούμι.
Ομοίως και ο Ηλίας Κασιδιάρης, όταν φωνάζει σιδηροδέσμιος. Στο σακάκι ασφυκτιά, το κοντομάνικο αναδεικνύει την υπέροχη δουλειά που έχει κάνει στους μύες του. Το αυτό ισχύει για τον Μίχο και τον Λαγό. Είναι θηριώδεις και τα δεμένα χέρια ουσιαστικά τονίζουν τη δύναμη που τρομάζει, γι΄ αυτό και καθυποτάσσεται βιαίως. Το θηρίο πηγαίνει στο κλουβί του και συνεχίζει να εκπέμπει τον φόβο όπως η λάμπα το φως. Ναι, δεν μπορείς να το δεις αλλιώς. Όπως εκείνοι διακρίνουν το απεχθές στο μελαμψό πρόσωπο, εσύ αισθάνεσαι ότι με τα δικά τους μπορείς να εικονογραφήσεις τον κατάλογο με τους most wanted του FBI. Λογικό και στον κόσμο τους θεμιτό. Μη σας παραπλανά η πολιτική εκδοχή της οργάνωσης. Η Χρυσή Αυγή λειτούργησε όπως οι παλιές συμμορίες δρόμου, όπου η ανέλιξη στα υψηλά κλιμάκια, συνήθως είναι συνάρτηση της σωματικής δύναμης-οι ανταγωνιστές σου φοβούνται ότι θα βρεθούν σε χαντάκι. Εξαιρούνται ο αρχηγός και ο υπαρχηγός, κυρίως λόγω παραστήματος, ο όγκος τους είναι μια χαρά για τα πρότυπα της οργάνωσης. Αλλά και ο αυθεντικός Φύρερ δεν προκαλούσε δέος. Το μυαλό δεν χρειάζεται μπράτσα. Και όμως, όλα τα λεφτά είναι η εικόνα του Νίκου Μιχαλολιάκου να δυσφορεί με τις χειροπέδες στα χέρια. Είναι η τοξικά θυμωμένη έκφραση του προσώπου του που σου προκαλεί κάτι μεταξύ ανακούφισης και φόβου. Χαίρεσαι που τον έδεσαν, αλλά ανησυχείς μην τυχόν και τον λύσουν τώρα. Εσύ τον βλέπεις και χαμογελάς. Αλλά δεν θα ήθελες να σε δει εκείνος.
Η αλήθεια είναι ότι το Σάββατο ήθελα να πάω έξω από τη ΓΑΔΑ για να δω τις μεταγωγές στην Ευελπίδων. Με τη δημοσιογραφική ταυτότητα θα έπαιρνα θέση ανάμεσα στους συναδέλφους των καναλιών για να γίνω προνομιακός θεατής μίας ιστορικής στιγμής. Δεν μπορούσα να το κάνω. Την ίδια ώρα ήμουν μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, στο Μέγαρο Μουσικής, στο TEDx Academy 2013. Και λίγο πριν, λίγο μετά από τη στιγμή που ο Παναγιώταρος μας καλούσε να φάμε για βραδινό το τρίτο μνημόνιο, εγώ ήμουν σαν την ηλικιωμένη κυρία που παρακολουθεί την κορύφωση τουρκικού σίριαλ. Έβαζα το δάχτυλο στο πρώτο δάκρυ που κύλησε από τα μάτια μου, παρακολουθώντας την ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που συγκινήθηκα ακούγοντας έναν ομιλητή. Πρέπει να ήταν κατά τη νικητήρια ομιλία του Ομπάμα, το 2008. Αλλά εκείνη ήταν πολιτική.
Ακούγοντας τον Μπουτάρη να διηγείται την ιστορία της ζωής του, θυμήθηκα πως πάνω από όλα, πάνω και από την καταραμένη συμβίωση μας, είναι η έννοια της προσωπικής ευτυχίας, της συμφιλίωσης με τους φόβους σου. Του κερατά, έχεις έρθει στον κόσμο για να περνάς καλά. Και αν περνάς εσύ καλά, θα περάσουν και οι άλλοι που βρίσκονται κοντά σου. Μην προσπαθήσεις να μοιάσεις σε κανέναν, μη συγκρίνεσαι με κανέναν, είπε ο Μπουτάρης. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να καβατζάρεις τα εβδομήντα για να το καταλάβεις. Κοίταξα μέσα στην αίθουσα του Μεγάρου. Υπήρχαν 1.500 άνθρωποι οι οποίοι πλήρωσαν από ένα πενηντάρικο για να ακούσουν 16 ομιλητές, φιλελέ απόχρωσης που θα έλεγαν και στο twitter. Μέσα σε ένα περιβάλλον εντελώς αποστειρωμένο από τη μιζέρια εκείνου του Σαββάτου, με χαμόγελα, θετικό πρόσημο και αντίστοιχη ματιά προς το μέλλον. Και για μένα οι 1.500 άνθρωποι, νέοι στην πλειοψηφία τους, μου φάνηκαν πάρα πολλοί, ανέλπιστα πολλοί, δεδομένων των συνθηκών. Και ήταν διπλάσιοι από αυτούς που έκαναν like στο «Ζήτω η Ελλάς» του Κασιδιάρη στο Facebook.