«Όλοι οι άλλοι τα παίρνουν, εγώ μαλάκας είμαι;». Μετά ο Χάρης Τομπούλογλου είπε ότι εμπιστεύεται τον Θεό και τη Δικαιοσύνη και κατέστρεψε εντελώς την καλή εικόνα που άρχισα να σχηματίζω.
Διότι ο Χάρης, δεν προσπάθησε, απλώς, να δικαιολογήσει την πράξη του-αυτό είναι το λιγότερο. Mέσα σε μία μικρή πρόταση συμπύκνωσε ολόκληρη πραγματεία περί νεοελληνικής ηθικής στον δημόσιο βίο. Και όχι μόνο αυτό. Έδειξε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους που κυνηγάει, σαν σκιά, τον Έλληνα. Παλιά, έτρεμες μη λερώσεις το κούτελο. Τώρα, ανησυχείς μη σε πουν μαλάκα. Ο Χάρης μπορεί να συνεχίσει να ζει χωρίς φόβο. Όχι και εμείς. Γιατί γνωρίζουμε ότι στα μαρμαρένια αλώνια της δημόσιας ζωής υπάρχουν αμέτρητα παλικάρια που μάχονται με τον πρωταρχικό φόβο του Έλληνα. Δεν θέλουν να θεωρηθούν μαλάκες. Και συνήθως μαλάκας θεωρείσαι όταν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Αν όχι από τους άλλους, σίγουρα από τον σκληρότερο κριτή που μπορεί να σταθεί απέναντί σου: τον εαυτό σου.
Το «εγώ μαλάκας είμαι;» περιγράφει την τραγικότητα του ανδρός που έχει απολέσει κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και θεωρεί εαυτόν κορόιδο, αντικείμενο χλεύης, έρμαιο στις διαθέσεις των πονηρών. Τι να την κάνεις την κοινωνική αναγνώριση όταν εσύ ο ίδιος μέμφεσαι τον εαυτό σου για τη συνέπεια που επιδεικνύει; Αναπόφευκτα η ατομική ψύχωση μετατρέπεται σε συλλογική. Ποτέ δεν ζητούνται εθελοντές. Πάντα «ψάχνουν για μαλάκες». Άλλωστε σε αυτή τη χώρα «μόνο οι μαλάκες πληρώνουν».
Και έτσι τώρα όλοι μαζί, μαλάκες και μη, ρίχνουμε μια εξεταστική ματιά στον Χάρη και σε όποιον του μοιάζει. Χρόνια ταλαιπωρείται στην εκλογική του περιφέρεια, νοικιάζει γραφεία, πληρώνει κόσμο, κάνει δημόσιες σχέσεις, συγχρωτίζεται με απίθανους τύπους από το κόμμα. Προς τι όλα αυτά; Για να προσφέρει στην κοινωνία; Ας σοβαρευτούμε. Καλύτερα να έβαζε κανένα δένδρο στο Ποικίλο Όρος. Θα ήταν, βέβαια, ένας μαλάκας που σκάβει κυριακάτικα, αλλά το θέμα θα τελείωνε εκεί.