Αν δεν φοβόμουν τη ψυχανάλυση, μπορεί κάποτε να μάθαινα ότι ο λόγος που σιχαίνομαι τα σούπερ μάρκετ το Σάββατο έχει να κάνει με την απέχθεια προς το εθνικό οικογενειακό πρότυπο ευτυχίας. Πρέπει να μου συνέβη, και για προσωπικούς λόγους, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, τότε που η πέμπτη πόρτα των SUV άνοιγε σαν λαίμαργο στόμα για να καταβροχθίσει γεμάτα καρότσια. Κυρίες με κολάν, τύποι με αυθάδεις κοιλιές και πιτσιρίκια με PSP στο χέρι ανακάλυπταν συσκευασίες, δοκίμαζαν γεύσεις, φούσκωναν όλοι μαζί σαν τη χώρα. Αρκετοί έσκασαν και μαζί της. Μοίρα στραβή με έριξε το περασμένο Σάββατο σε σούπερ μάρκετ των Βριλησσίων, σε μία περιοχή που δεν έχει πλούσιους, αλλά ούτε και φτωχούς. Ανεβαίνοντας στον κυλιόμενο ιμάντα, που οδηγούσε στον πάνω όροφο με τα είδη σπιτιού, χάζευα από κάτω τα καρότσια να στρίβουν σε διαδρόμους, να πηγαίνουν μπροστά και πίσω, σαν συγκρουόμενα σε πίστα με πολλά λιπαρά. Στο σούπερ μάρκετ ζει, σαν στιγμιαία λάμψη, η ψευδαίσθηση που σου λέει ότι είναι το καρότσι που πηγαίνει τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος που σπρώχνει το καρότσι. Α, είναι μία εικόνα που έχει περισσότερη ποίηση από αυτήν που θα έπρεπε να της αντιστοιχεί. Οι άνθρωποι χορεύουν με τα καρότσια, τα μάτια ψάχνουν στα ράφια με συγκρατημένη επιμονή και το μυαλό κάνει προσθέσεις για να αφαιρέσει το συνολικό κόστος από το διαθέσιμο, προς αγορές, ποσό.
Κάποτε αυτό προκαλούσε ηδονή, τώρα, στους περισσότερους, φέρνει αγωνία. Τέλος πάντων, επειδή ξέρω την περιοχή, ξέρω και φάτσες. Μία συνταξιούχος δασκάλα, ένας ελεύθερος επαγγελματίας που φοροδιαφεύγει με συνέπεια, μία νόστιμη καθηγήτρια και ένας αντιπαθής προϊστάμενος γύριζαν στους διαδρόμους, υποθέτω αγνοώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω ένας πιτσιρικάς συνέχιζε να λιώνει σε απεργία πείνας, κάποιοι άλλοι έκαναν πορεία και 8.000 αστυνομικοί έβγαζαν δύσκολο μεροκάματο. Εμείς ψωνίζαμε στα Βριλήσσια. Μπορεί να είμαστε όλοι στον ίδιο κόσμο, αλλά, ο καθένας ζει σε έναν δικό του.
H αλήθεια είναι ότι σε ένα σούπερ μάρκετ δεν μπορείς να μάθεις τίποτα περισσότερο από την τάση κάποιων νοικοκυρών να φτιάχνουν κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα. Όμως ξέρεις ήδη την αλήθεια. Είναι παντού, σαν τον αέρα. Στο πάρκινγκ, στο μποτιλιάρισμα, στο πεζοδρόμιο και καθρεφτίζεται στη βιτρίνα. Η κοινωνική παρουσία των ανθρώπων γίνεται όλο και πιο μοναχική, μεγαλώνει συνεχώς την απόστασή της από συλλογικότητες. Το μαζικό δημιουργεί απέχθεια. Όχι άδικα. Δεν υπάρχει μαζική δραστηριότητα ή κοινωνική έκφραση που να μην αποσαθρώνεται στη συλλογική συνείδηση. Μην κοιτάς τις έρευνες, άκου τον διπλανό σου. Κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, σωματεία, ποδοσφαιρικές ομάδες, ακόμα και φιλανθρωπικά σχήματα μένουν γυμνά μπροστά στην απαξίωση, που δεν είναι πάντα και δίκαιη. Είναι, όμως, απαραίτητη, όπως το νερό που ξεπλένει και το σύρμα που τρίβει για να καθαρίσει. Και ξέρετε, αν υπήρχε μία αρχή πάνω από όλα αυτά, ένα κράτος θεσμικά σταθερό και λειτουργικά αξιόπιστο, θα εκλάμβανα τη μοναξιά μας ως ενδιαφέρουσα παράμετρο κοινωνικής βιοποικιλότητας.
Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να μας εμπνεύσει ή για να μας συνενώσει. Ο πατριωτισμός ελέγχεται πια για τη σκοπιμότητα που μπορεί να κρύβει, ο εθελοντισμός έγινε συνώνυμο της αφέλειας, η προσφορά ανταποδίδει πλέον εκείνο το κενό αίσθημα της ηλιθιότητας. Αυτό αποτυπώνεται και πολιτικά. Η χώρα άγεται και φέρεται εντός και εκτός μνημονίων μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθεί η ατζέντα συγκεκριμένων προσώπων. Ακόμα και η ανάδειξη του προέδρου της Δημοκρατίας, του ανθρώπου που θα εκφράσει την ανάγκη για συναίνεση και ενότητα, υποβιβάζεται στο μέτρο των καιροσκοπικών χειρισμών και της χυδαίας συναλλαγής. Η κοινωνική μοναξιά των πολιτών γίνεται πλέον υποχρεωτική επιλογή και αναγκαστική καταφυγή. Όταν είσαι μόνος δεν έχεις πια εμπιστοσύνη να δώσεις, ούτε ελπίδες για να αγοράσεις. Όμως η κοινωνία που δημιουργείται δεν διαθέτει ιστούς και δίκτυα για τη συνοχή της. Η συνταξιούχος δασκάλα, ο ελεύθερος επαγγελματίας που φοροδιαφεύγει, η νόστιμη καθηγήτρια και ο αντιπαθής προϊστάμενος γύρισαν το Σάββατο στο σπίτι τους, χάζεψαν τα επεισόδια στην τηλεόραση και κοιμήθηκαν χωρίς όνειρα και εφιάλτες.