«Δεν έχω ζήσει το Μπραζίλιαν, το πατάρι του Λουμίδη, δεν έχω ζήσει το Ακροπόλ, το Μετροπόλιταν, το Παρκ. Έχασα και τον Αργυρόπουλο και τον Λογοθετίδη, μα και τον Βέγγο στον Τρελό του Λούνα Παρκ».
Πάνε μέρες τώρα που μεταφέρω με το αυτοκίνητο τον Μπάσταρδο Γιο του Φοίβου Δεληβοριά. Σε όποιο σταθμό και αν τον πετύχω θα τον κρατήσω για συνοδηγό. Και ακόμα και όταν βγω από το αυτοκίνητο, εκείνος είναι εκεί, σε μία γωνιά του μυαλού να κάνει διάδρομο, τρέχοντας πάντα στο ίδιο ρεφρέν.
«Πατέρα παίρνουν τηλέφωνο, λένε πως, πατέρα, είσαι νεκρός και εγώ γυρίζω σπίτι με τα πόδια, είμαι ο μπάσταρδος γιος. Κάτω απ’ την άσφαλτο καίει το παλιό χώμα και οι ανθισμένες στοές και μες στο σώμα μας κλαίει το παλιό (μικρό) σώμα του ακόμα αγέννητου (ανολοκλήρωτου) χθες».
Δεν το ακούω μόνο ως τραγούδι. Το βλέπω και σαν καθρέφτη. Ο Φοίβος γράφει για όλους εμάς, για τη γενιά που βρίσκεται ανάμεσα στα 40 και στα 50 και δείχνει σαν να ποτίζει το μαραμένο κήπο που κάποτε φύτεψαν οι γονείς μας. Για τη γενιά που κάθισε οκλαδόν μπροστά στην τηλεόραση, περιμένοντας τον εθνικό ύμνο. Που έχει ασπρόμαυρες αναμνήσεις, αλλά έβαλε δόσεις για τις πρώτες ψηφιακές κάμερες. Τέλος πάντων, για τη γενιά που γεύτηκε την πρώτη νιότη στα 80s και όταν έβγαλε το χνούδι από πάνω της είδε τον κόσμο να αλλάζει βίαια. Και εκεί που μας είπαν ότι πάει, «ήρθε το τέλος της ιστορίας», η γη άλλαξε τροχιά.
«Δεν πήγα στην «Οδό Ονείρων» ή στο απέναντι του Μίκη. Ούτε κατέβηκα σκαλιά προς το Υπόγειο του Κουν. Αν μπω στο ομώνυμό της θέατρο, θα λείπει η Αλίκη. Στου Αττίκ τη «Μάντρα» κι αν φωνάξω, δεν θ’ ακούν».
Α, ναι. Για μας λέει ο Φοίβος. Τα γνωρίζουμε όλα αυτά, χωρίς να τα έχουμε ζήσει. Τα αναδείξαμε σε αξίες, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν τα έχουμε αξιολογήσει. Τα μεταλάβαμε, αλλά δεν ρωτηθήκαμε αν πιστεύουμε. Απλώς, έτσι άρχισαν όλα στη ζωή μας.
«Δεν έριξα ούτε μια γαρδένια στον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ούτε κινδύνευσε από πιάτο μου η Βίκυ Μοσχολιού. Όταν ο Νιόνιος ήταν «Κύτταρο», εγώ ήμουν στο καρότσι. Δεν είχα τον Ζαμπέτα συνοδεία του φιλιού».
Τα θυμάμαι όλα αυτά να φυτεύονται στο μυαλό μου. Σαν καρφιά που σφράγιζαν πόρτα, μην τυχόν και μπει κάτι άλλο. Τα άκουγα σε εκείνες τις βαριεστημένες χειμωνιάτικες Κυριακές στην ταβέρνα, όταν έφταναν πότε ως ψίθυροι και πότε ως νότες στο τραπέζι των παιδιών. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν το αποφάσιζαν οι γονείς ή αν ήταν το επικοινωνιακό περιβάλλον τόσο περιορισμένο. Τι ήταν, άραγε, όλοι αυτοί; Οι καλύτεροι της εποχής τους ή η έκφραση ενός κατεστημένου που δεν είχε αντίλογο; Και αλήθεια, για ποιο λόγο η δική μας γενιά έπρεπε να υιοθετεί ως σημεία αναφοράς θολές αναμνήσεις; Θα μου πείτε ότι κάθε γενιά πιέζει την επόμενη ώστε να αποδεχθεί τις αξίες της. Όμως στην περίπτωσή μας αυτό παρατράβηξε. Φτάσαμε να κάνουμε εμείς παιδιά και σέρναμε, σαν αλυσίδες, όλα τα απωθημένα των δικών μας γονιών. Κατοχικό σύνδρομο, εμφυλιοπολεμικά πάθη και απωθημένα «αγώνων» κληροδοτήθηκαν χωρίς οίκτο στις ύστερες γενιές. Δεν είναι τυχαίο που ακούς σήμερα νέα παιδιά να πολιτεύονται σαν φοιτητές του ’70 ή διακρίνεις παλιές κουβέντες να κατατρέχουν το δημόσιο λόγο.
«Την Κάλλας δεν θυμάται πια της Επιδαύρου μου το αηδόνι. Και το Αιγαίο μου είναι ανάξιο του «Άξιον Εστί». Στη Βουλιαγμένη όσο κι αν έψαξα δε βρήκα Κηλαηδόνη. Στο Άλσος Παγκρατίου κανείς δε λέει να χτενιστεί».
Ευτυχώς, Φοίβο, είμαστε οι τελευταίοι στοιχειωμένοι από φαντάσματα. Στα παιδιά μας δεν φτάνει η ηχώ από τα γέλια μας. Δίκτυο, παγκοσμιοποίηση. Δεν βλέπουμε διαφορετικά τον κόσμο. Ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους. Μόνο που να, ίσως είμαι πια νεκρός για το γιο μου, αλλά, σίγουρα, δεν έχω καταφέρει να σκοτώσω τον πατέρα μου.