Από τη μέρα που πέθανε ο Λάζαρος Χατζηνάκος, αμέσως μόλις στέγνωσαν τα δάκρυα μου, άρχισα να σκέφτομαι μία νεκρολογία που θα του άξιζε. Δεν είμαι όμως καλός, ούτε έχω ασκηθεί στη γραφή τέτοιων πραγμάτων, αν και θα μπορούσα να διατρέξω τους βασικούς άξονες της ζωής του.
Θα μπορούσα, επίσης, να εκθέσω τις δικές μου αναμνήσεις από τον Λάζαρο, στα επτά χρόνια που εργάστηκα δίπλα του και μου δίδαξε τα βασικά της δημοσιογραφίας. Αν κατάφερα να πετύχω κάτι στο επάγγελμα, το οφείλω σε μεγάλο βαθμό στον Λάζαρο, σε αυτά που μου είπε και σε όσα κατάφερα να αντιγράψω από τον ίδιο. Όμως το να μιλάω για μένα με αφορμή τον Λάζαρο θα ήταν εγωιστικό. Δεν σκοπεύω, φυσικά, να αναφερθώ στο πλούσιο βιογραφικό του. Το έκαναν άλλοι με πληρότητα και επάρκεια.
Πάντα πίστευα πως αν ο Λάζαρος αποφάσιζε στην κρίσιμη στιγμή να αναζητήσει το επαγγελματικό του μέλλον στην Αθήνα θα είχε γίνει πιο γνωστός, θα ήταν διάσημος ανά το πανελλήνιο, αλλά και πλούσιος. Κατά τη γνώμη μου ήταν το πιο εύστροφο, το πιο καινοτόμο δημοσιογραφικό μυαλό που γνώρισα στη ζωή μου. Φοβάμαι ότι δεν είμαι σε θέση να περιγράψω την ταχύτητα, την ευφυΐα και την ικανότητα που είχε αυτός ο άνθρωπος να διακρίνει εξελίξεις και να διαβλέπει τάσεις. Σε αυτό τον βοηθούσε η συγκρότηση του μηχανικού και το αυθεντικό, το τεράστιο δημοσιογραφικό ταλέντο που διέθετε. Ξέρω αρκετούς δημοσιογράφους που γράφουν καλύτερα από τον Λάζαρο. Δεν ξέρω κανέναν με μεγαλύτερο ταλέντο. Οχι πως ο Λάζαρος δεν έγραφε υπέροχα, μην τρελαθούμε. Η γραφή του αγαπούσε την τάξη, την ακρίβεια, ενίοτε και τη λιτότητα. Δεν έγραφε ως μηχανικός, αλλά τα κομμάτια του είχαν μία σαφή αρχιτεκτονική -ο ίδιος αγαπούσε τα bullet points. Επίσης του άρεσε να αναπτύσσει τις σκέψεις του γράφοντας memos προς φίλους και συνεργάτες. Συχνά δε, ειδικά όταν ήταν διευθυντής της εφημερίδας, απαιτούσε γραπτές, σαφείς απαντήσεις.
Ηταν γρήγορος, αλλά δεν ήταν τσαπατσούλης. Είτε επρόκειτο να γράψει ένα κομμάτι, είτε να «κλείσει» σελίδες ή ολόκληρη εφημερίδα, είχε τη δυνατότητα να το κάνει πολύ γρήγορα και πολύ καλά. Είχε επίσης ανεπτυγμένη μία κρίσιμη αρετή για τους δημοσιογράφους, αυτή που σου επιτρέπει να γράφεις σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο χωρίς να ακούς απολύτως τίποτα. Οσον αφορά το ρεπορτάζ, δεν του άρεσαν τα συνηθισμένα, συμβατικά πράγματα. Προτιμούσε να σκαλίσει κάτι που έκρυβε από πίσω του μία ιδέα, ένα φιλόδοξο σχέδιο.
Ως άνθρωπος του Τύπου ήταν από τους λίγους στην Ελλάδα που κατάλαβαν εξ αρχής πώς θα εξελιχθεί η βιομηχανία. Τον θυμάμαι, το 1994, να μου λέει ότι κάποτε θα κάνουμε δημοσιογραφία για τις οθόνες των κινητών τηλεφώνων. Δεν το είχα καταλάβει… Ενα χρόνο μετά, με τον ίδιο διευθυντή, κάναμε τη «Μακεδονία» και τη «Θεσσαλονίκη» τις πρώτες ελληνικές (και από τις πρώτες ευρωπαϊκές) εφημερίδες με ηλεκτρονική έκδοση. Κάθισε και έγραψε μόνος του πρόταση για κοινοτική χρηματοδότηση σε ένα περιοδικό το «Επιχειρείν» (έκδοση του συγκροτήματος Βελλίδη) που προωθούσε την περιφερειακή συνεργασία στα Βαλκάνια. Και ήταν από τους ανθρώπους που κατέθετε κόπο και πειθώ προσπαθώντας να δείξει σε οικονομικούς παράγοντες και κυβερνήσεις ότι η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί ηγεμονικά προς τα Βαλκάνια. Πιστεύω ότι αν εκείνη την εποχή ο Λάζαρος εργαζόταν σε κάποιο δημοσιογραφικό συγκρότημα της Αθήνας ή, τέλος πάντων, δεν είχε να κάνει με την Κατερίνα Βελλίδη, το δημιουργικό του αποτύπωμα θα ήταν πολύ πιο έντονο.
Ναι, θα έλεγα πως ήταν τοπικιστής, όχι όμως με την εσωστρεφή έννοια. Αγαπούσε τον τόπο καταγωγής του, το Πισοδέρι Φλώρινας, αλλά πάνω από όλα πίστευε στο δυναμισμό της Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσε να κατανοήσει πως μία πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων υστερούσε σε σημαντικούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Πίστευε πολύ στους ανθρώπους. Ισως παραπάνω από όσο έπρεπε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής οργάνωσε τους ανθρώπους, κατοίκους και καταστηματάρχες, της γειτονιάς του σε ένα δίκτυο τοπικής δράσης. Λίαν συντόμως η πρωτοβουλία της Αλεξάνδρου Σβώλου θα έχει δημιουργήσει ένα τοπικό πάρκο. Ας πάρει το όνομά του.
Στις πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν προοδευτικός. Στις αθλητικές, δήλωνε οπαδός του Αρεως Θεσσαλονίκης. Οχι δα και ένθερμος… Ομως τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο γόνος μία αστικής οικογένειας του κέντρου της πόλης;
Ηταν ένας έντιμος και καλός άνθρωπος που, τελικά, η ζωή δεν του φέρθηκε όπως του άξιζε. Ομως άφησε πίσω του καλούς γιους, μία γυναίκα που έζησε τα καλύτερά της χρόνια μαζί του και φίλους που θα τον τιμούν και θα τον θυμούνται όσο ζουν.