Στη μακρά καλλιτεχνική τους πορεία, ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Βίκυ Λέανδρος έχουν μοιραστεί ένα τραγούδι. «Ζω για να σ’ αγαπώ πολύ». Οπως διαβάζουμε στα οπισθόφυλλα των δίσκων, οι στίχοι είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου και η μουσική του Πιοτρ Τσαϊκόφσκι. Μία συνάντηση δύο μεγάλων της Τέχνης.
Ηταν το 1969, η πιο δημιουργική περίοδος του εθνικού μας στιχουργού, όταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πήγε και έβαλε τα λόγια του πάνω στο γνωστό θέμα από τη «Λίμνη των Κύκνων». Τα σκάλισε με το μεράκι που ο τεχνίτης δίνει καινούργια πνοή στο ξύλο. Βέβαια η «Λίμνη των Κύκνων» είχε ήδη επάνω της έναν αιώνα ζωής, αλλά, όπως και να το κάνεις, οι στίχοι του Λευτέρη και η φωνή του Πουλόπουλου την έκαναν προσιτή και στον άνθρωπο του μόχθου, σε αυτόν που έβλεπε πια τις μπαλαρίνες σαν τις νιφάδες του χιονιού που στέλνει ο γερο-Υμηττός στην προσφυγομάνα Καισαριανή. «Ζω για να σ’ αγαπώ πολύ, γλυκό της νιότης μου πουλί». Να η ομορφιά της ελληνικής λαϊκής ποίησης που τόλμησε να βάλει στίχους στον Τσαϊκόφσκι. Λόγια αγάπης που σέβονται τη μελωδία. Και, προφανώς, το γλυκό της νιότης πουλί είναι κύκνος, μένουμε δηλαδή κοντά στο θέμα. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία του μεγάλου, του λαϊκού κοινού με τον συνθέτη. Ο Τσαϊκόφσκι μπήκε στα ελληνικά τζουκ μποξ. Αργότερα ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της ΑΕΚ, γεγονός που προκάλεσε μικρή σύγχυση σε μερίδα του κοινού που απορούσε αν ο «Καρυοθραύστης» είναι και αυτός ένα από της ΑΕΚ τα παλικάρια που σουτάρουν και σπάνε τα δοκάρια.
Αρνούμαι να φανταστώ ότι θα υπάρχει έστω και μία άδεια θέση στο Μέγαρο Μουσικής στις παραστάσεις της «Λίμνης των Κύκνων» από το Grigorovich Ballet Theatre of Russia. Ακόμα και αν υπάρξει, θα πρέπει να την ξηλώσουν και να την κάψουν, να χάσκει το κενό της εις ανάμνησιν της ντροπής μας. Και δεν μπορώ να δεχθώ ότι την Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου, που ο Γιούρι Γκριγκαρόβιτς, ο θρύλος των Μπαλσόι, επιστρέφει στο Ηρώδειο θα βρίσκεται απούλητο εισιτήριο στα εκδοτήρια. Εν ανάγκη να κατεβάσουν τις Καρυάτιδες να δουν την παράσταση. Και αυτές να ανοίξουν τα χέρια, να φουσκώσουν τα στήθη και να βγάλουν από μέσα τους αυτό που όλοι θέλουμε υπερήφανα να φωνάξουμε: «Σπάρτακος!» (Αν συμβεί αυτό με τις Καρυάτιδες, δένει ωραία και με το «Αγαλμα» του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η τέχνη είναι συγκοινωνούντα δοχεία.)
Εδώ και μερικούς μήνες, ο Γιούρι Γκριγκαρόβιτς είναι ένας δικός μας άνθρωπος. Δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και έκφραση. Εχω δει τύπο να πανηγυρίζει γκολ στο 90′ αναφωνώντας «επιτέλους, Γιούρι Γκριγκαρόβιτς!» Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλο καλλιτεχνικό γεγονός που να διαφημίστηκε με τέτοια ένταση και τέτοιο μπάτζετ. Ούτε καν η συναυλία των Scorpions στο Καλλιμάρμαρο, αν και πλέον σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε κοινή εμφάνιση. Scorpions χορογραφημένοι από το μπαλέτο του Γιούρι Γκριγκαρόβιτς με support τους Πυξ Λαξ, ή, καλύτερα, την Ελεονώρα Ζουγανέλη που, βάσει προεδρικού διατάγματος, πρέπει να συμμετέχει σε κάθε μουσική εκδήλωση.
Ασφαλώς ο Γιούρι Γκριγκαρόβιτς, 91 ετών σήμερα, είναι πολύ σοβαρή περίπτωση καλλιτεχνικού δημιουργού. Ανάμεσα στους τιμητικούς τίτλους που έχει συλλέξει είναι του Εθνικού Καλλιτέχνη και του Εθνικού Ηρωα της Ρωσίας. Και πράγματι, ο άνθρωπος είναι ήρωας, αν σκεφτεί κανείς ότι το 1969 (όταν ο Πουλόπουλος τραγουδούσε Τσαϊκόφσκι, μη ξεχνιόμαστε) το σοβιετικό καθεστώς τον υποχρέωσε να δώσει happy end στη «Λίμνη των Κύκνων». «Αν το θέλει ο λαός, όλα γίνονται» θα σχολίαζε κανένας Πολάκης. Ομως το θέμα μας είναι άλλο. Είναι το πώς η υπερβολική διαφήμιση προσέδωσε διαστάσεις ανεκδότου σε δύο πολύ σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα που θα λάβουν χώρα αυτές τις ημέρες στην Αθήνα. Ηταν σουρεαλιστικό να βλέπεις πάνω από το μποτιλιάρισμα της πόλης ένα συννεφάκι φτιαγμένο από τη φωνή του Κωστάλα που συγκινημένος, σχεδόν συγκλονισμένος, μας πληροφορούσε ότι, επιτέλους, έρχεται ο Γιούρι Γκριγκαρόβιτς.
Η προβολή ήταν δυσανάλογη του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται, αν και αυτό ήταν καλό για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Από την άλλη, βέβαια, καλόν είναι να εξημερώνονται κάπως τα πολιτιστικά ήθη, έστω και δια της πλύσεως εγκεφάλου. Να ακούει ο άλλος τη διαφήμιση σε σταθμό με ελληνικά και να μην είναι σίγουρος αν ο Κωστάλας έλεγε για τον Σπάρτακο ή τον Πλούταρχο – και στις δύο περιπτώσεις δουλεύουν κορίτσια από τα Μπαλσόι.