Δεν πρέπει να υπάρχει Ελληνας που να θεωρεί ότι το 1932 ήταν καλύτερο, για τη χώρα, από το 2018. Η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές από τη Μικρασιατική περιπέτεια, αλλά και να ενσωματώσει τα καραβάνια των προσφύγων που εγκατέλειψαν χαμένες πατρίδες. Εξαιρούνται όσοι ασχολούνται με τα δημογραφικά. Το 1932 ήταν μία καλή χρονιά. Σημειώθηκαν 185.323 γεννήσεις, ο μεγαλύτερος αριθμός στον αιώνα. Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε κατά 67.930 άτομα.
Στο τέλος του 1940 η χώρα μπήκε σε πόλεμο. Ο πληθυσμός της, όμως, αυξήθηκε κατά 85.670 ψυχές. Ήταν η δεύτερη καλύτερη χρονιά για τα δημογραφικά μας με 179.500 γεννήσεις. Με τα σημερινά κριτήρια το λες και παράδοξο. Το 1960, την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης των Ελλήνων στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, σημειώθηκε η τρίτη καλύτερη επίδοση στις γεννήσεις και η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού της χώρας. Γεννήθηκαν 157.239 άνθρωποι και ο πληθυσμός μεγάλωσε κατά 96.676 άτομα. Ήταν, βέβαια, άλλες εποχές. Οι άνθρωποι παντρεύονταν σε νεαρή ηλικία και έκαναν πολλά παιδιά. Η οικονομική καχεξία δεν λειτουργούσε ανασταλτικά, δεν απέτρεπε τα ζευγάρια από την τεκνοποίηση. Από το 1960 και μετά, οι αριθμοί αρχίζουν και πέφτουν. Και η πιο θεαματική βουτιά έγινε το 1985. Το 1980 αυξηθήκαμε κατά 60.852 και το 1985 μόλις κατά 23.595. Και όταν έφυγε το 1990, μας άφησε μόνο μία μικρή αύξηση πληθυσμού κατά 8.077 ανθρώπους.
Το 2000 είναι η πρώτη χρονιά που οι θάνατοι ήταν περισσότεροι από τις γεννήσεις. Αυτοί οι αριθμοί εξηγούνται από διάφορες γωνίες παρατήρησης. Οι γυναίκες μπήκαν στην παραγωγή, το μοντέλο της οικογένειας άλλαξε, τα ζευγάρια άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι μόνο τα παιδιά που φέρνουν την ευτυχία, υπάρχουν και άλλα πράγματα. Μετά ήρθε η κρίση. Και τα νούμερα ξέφυγαν. Δεν μιλάμε για μετανάστευση, αλλά μόνο για το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων. Μόνο την τελευταία διετία, η διαφορά των θανάτων από τις γεννήσεις μας δίνει μείωση του πληθυσμού κατά 70.000 άτομα. Αν διατηρηθεί αυτή η τάση, δεν θα έχει μείνει ψυχή σε τρεις, άντε τέσσερις αιώνες. Τη χιλιετία, πάντως, δεν τη βγάζουμε. Σήμερα περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας είναι πάνω από τα 40. Καλά σαράντα.
Και πάλι καλά να λέτε που υπάρχουν οι αλλοδαπές μητέρες. Στην περίοδο 2004-2017, οι γεννήσεις από αλλοδαπές ήταν κατά 209.000 περισσότερες από τους θανάτους αλλοδαπών και περιόρισαν τη μείωση του πληθυσμού στους 109.000 ανθρώπους. Αν δεν υπήρχαν οι αλλοδαπές, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είχε μειωθεί κατά 320.000 άτομα μόνο από τη διαφορά γεννήσεων-θανάτων. Οι γυναίκες αυτές προσφέρουν το 10% των γεννήσεων που γίνονται στη χώρα. Δεν «αλλοιώνουν» τον πληθυσμό, αλλά συγκρατούν κάπως τους δείκτες μείωσης. Κάνουν παιδιά σε νεότερη ηλικία από τις Ελληνίδες. Και κάνουν περισσότερα παιδιά. Και τώρα ερχόμαστε στο δια ταύτα. Αν η οικονομική κρίση και το brain drain έδιναν την απάντηση στο θέμα της υπογεννητικότητας, τα πράγματα ίσως και να ήταν πιο απλά. Δεν είναι όμως έτσι. Όλη η Δύση γερνάει. Ακόμα και οι χώρες που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα αντίστοιχα της Ελλάδας αντιμετωπίζουν καχεξία στα δημογραφικά τους. Είναι μάλλον αφελές, λοιπόν, να λέμε ότι η λύση στο δημογραφικό θα έρθει δια της οικονομικής αρωγής προς τα νέα ζευγάρια. Ο τρόπος ζωής και η αντίληψη περί ευτυχίας σχεδόν αδρανοποιούν τα κίνητρα και τα επιδόματα. Και ας φωνάζουν διάφοροι λέγοντας ότι πρέπει να δώσουμε γενναία κίνητρα στα ζευγάρια. Δεν θα τα ακολουθήσουν. Οι γυναίκες κάνουν καριέρα. Και μαζί με τους συντρόφους τους θέλουν να ζουν πιο άνετα.
Το ερώτημα έχει να κάνει με αυτά που αντιλαμβανόμαστε ως συστατικά του έθνους, αλλά και του κράτους μας. Ενδεχομένως να έχετε κατά νου, ως ιδανικό σενάριο, τη διαιώνιση ενός ομοιογενούς πληθυσμού που, πέρα από τη γλώσσα, θα μοιράζεται κοινή πίστη και παραδόσεις. Κοινώς την Ελλάδα του παλιού Αναγνωστικού. Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα νούμερα. Δεν βγαίνει. Και υπάρχουν άλλα πράγματα, πιο πρακτικά και πιεστικά, λιγότερο εμπνευσμένα. Ας πούμε το Ασφαλιστικό ή η διαφαινόμενη πληθυσμιακή ερημοποίηση μεγάλων τμημάτων της επικράτειας. Και αν επιμένετε στα πατριωτικά, να σας θυμίσω ότι κάποιοι θα πρέπει να διασώσουν και αυτήν τη γλώσσα. Πιστεύετε ότι υπάρχει άλλος, εφικτός, τρόπος πέρα από την ενσωμάτωση προσφύγων/μεταναστών για τη διεκδίκηση μερικών αιώνων επιβίωσης του έθνους;
Μπορείτε πάντα να πείτε ότι η λύση είναι να κάνουν οι Έλληνες παιδιά. Δεν θα κάνουν. Όπως δεν κάνουν και οι εύρωστοι οικονομικά Ευρωπαίοι. Αν δεν μπολιαστούμε, δεν θα επιβιώσουμε. Αν δεν μετατρέψουμε νέους πληθυσμούς σε κιβωτό της γλώσσας και των παραδόσεών μας, τότε το στίγμα θα χαθεί σε τρεις-τέσσερις αιώνες. Τα 400 χρόνια από την Επανάσταση του ‘21 θα γιορταστούν σε στενό εθνικό κύκλο.