ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Τότε που θέλαμε συνάλλαγμα

Δεν θυμάμαι με πόσες δραχμές αγόραζες ένα γερμανικό μάρκο στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Δεν θυμάμαι καν πώς ήταν το γερμανικό μάρκο, αν και έχω την αίσθηση ότι, ως προς το σχήμα, ήταν μικρότερο από τα δικά μας χαρτονομίσματα. Αυτό που θα θυμάμαι όσο ζω ήταν το μασούρι με τα 200 μάρκα που βγήκαν από την κοιλιά ενός κοτόπουλου και με έφεραν προσωρινά κατηγορούμενο για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος.

Χειμώνας του 1985. Τελωνείο Ευζώνων. Μέσα στη μαύρη νύχτα. Το λεωφορείο του πρακτορείου «Λιότσικας» ξεκινούσε βραδάκι από Θεσσαλονίκη για να φτάσει ξημερώματα στο Βελιγράδι. Και ήταν συνήθως γεμάτο. Εκείνη την εποχή οι σπουδές στη Γιουγκοσλαβία ήταν ασφαλής καταφυγή για όσους δεν κατάφερναν να περάσουν σε ελληνικό Πανεπιστήμιο. Η Ιταλία είχε ακριβύνει, η Βρετανία ήταν απρόσιτη και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έθεταν κόστος και προϋποθέσεις που δύσκολα μπορούσαν να καλυφθούν από τη μέση ελληνική οικογένεια. Πήγαινα, λοιπόν, στο Βελιγράδι για να επισκεφτώ δύο φίλους που σπούδαζαν εκεί. Πριν φύγω πέρασα από τα σπίτια τους να πάρω τα δέματα με τα τρόφιμα που είχαν ετοιμάσει οι μητέρες τους. Η μία είχε την έμπνευση να κρύψει 200 μάρκα στην κοιλιά ενός ψητού κοτόπουλου. Δεν μου το είπε. Μόνο που τα κοτόπουλα με μάρκα ήταν στο καθημερινό μενού των τελωνειακών.

Με άφησαν να φύγω όταν πια ο οδηγός του λεωφορείου ζήτησε να αποφασίσουν αν θα με κρατήσουν ή θα μου επιτρέψουν να συνεχίσω το ταξίδι. Προηγουμένως άκουσα ένα πύρινο κήρυγμα για την παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος που προκαλεί αιμορραγία στην εθνική οικονομία. Άκουγα με σκυμμένο το κεφάλι, γνωρίζοντας ότι έχουν δίκαιο. Το συνάλλαγμα ήταν πολύτιμο. Και δύσκολο να το αποκτήσεις. Τόσο δύσκολο, όσο και ένα ταξίδι στην Ευρώπη, ακόμα και όταν είχαμε μπει με τα δύο πόδια στην ΕΟΚ.

Ελάτε τώρα, οι παλαιότεροι θα θυμάστε την περιπέτεια που είχε ένα ταξίδι στην Ευρώπη, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της ένταξης μας στην ΕΟΚ. Για να βγάλεις το συνάλλαγμα, έπρεπε να πας στην τράπεζα, να περιμένεις στην ουρά και να συμπληρώσεις τα χαρτιά. Μέχρι ένα όριο. Και συχνά έπρεπε να φτιάξεις μια παλέτα από νομίσματα. Το δολάριο ήταν, βέβαια, μία κάποια λύση. Και αν δεν έβρισκες, θα έπαιρνες μάρκα. Και επειδή αυτά που σου έδινε η τράπεζα δεν έφταναν για να ψωνίσεις, ψαχνόσουν μήπως βρεις κάτι παραπάνω. Βρήκες; Ωραία. Επρεπε να τα κρύψεις για να μην την πατήσεις όπως εγώ στους Ευζώνους. Διότι οι δραχμές σου εκτός συνόρων, άντε και εκτός Γιουγκοσλαβίας ή Βουλγαρίας, είχαν πέραση μόνο ως ταπετσαρία, δεν τις ήθελε κανείς. Και αν πήγαινες σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όφειλες να κινηθείς στις παρυφές του εγκλήματος. Έφευγες με μάρκα από την Ελλάδα, αλλά η τιμή ανταλλαγής με τοπικό νόμισμα, στο επίσημο ανταλλακτήριο του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν, απλώς, κοροϊδευτική. Συνεπώς έπρεπε να βγεις βράδυ από το ξενοδοχείο και να περιμένεις την προσέγγιση του μαυραγορίτη, ο οποίος ουσιαστικά σε λήστευε, απλώς σου έκανε καλύτερες τιμές από το επίσημο κράτος. Και κάπως έτσι βρισκόσουν με λεφτά στην τσέπη, χωρίς τίποτα ενδιαφέρον για να αγοράσεις. Στη δυτική Ευρώπη συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: είχες πάρα πολλά πράγματα να αγοράσεις, αλλά συνήθως δεν σου έφταναν τα λεφτά.

Το φετίχ του Βαλκάνιου που εξελισσόταν σε Ευρωπαίο ήταν τα ηλεκτρονικά. Ω, ναι. Εχω ξεροσταλιάσει έξω από βιτρίνες στο Βερολίνο (το Δυτικό, εννοείται) και στο Παρίσι χαζεύοντας βίντεο, φωτογραφικές μηχανές και κασετόφωνα αυτοκινήτου. Και ναι, ας πούμε ότι μπορούσες να τα αγοράσεις γιατί ήταν κατά τεκμήριο φθηνότερα από αυτά που έβρισκες στην Ελλάδα, φορτωμένα με τους δασμούς όλου του κόσμου. Και τα αγόραζες. Πώς θα τα έβαζες στην Ελλάδα; Σήμερα φαίνεται γελοίο. Τότε ήταν τρομακτικό. Να ανεβάζεις σφυγμούς στο τελωνείο, τρέμοντας μη σου ζητήσουν να ανοίξεις τη βαλίτσα και αποκαλυφθεί το κασετόφωνο. Και ανάποδα: να φεύγεις από τη χώρα και να δηλώνεις ότι μεταφέρεις φωτογραφική μηχανή προκειμένου να τη ξαναφέρεις στη χώρα χωρίς πρόβλημα. Εκ των πραγμάτων, κάποιοι συμπατριώτες που ζούσαν στην Ευρώπη είχαν στήσει ολόκληρες μηχανές. Σου δειγμάτιζαν τα ηλεκτρονικά στο ξενοδοχείο, πλήρωνες και μετά περίμενες δύο εβδομάδες για να σ’ το παραδώσει ο νταλικέρης που θα το έβαζε λαθραία στη χώρα. Με τα ρούχα δεν υπήρχε θέμα. Τα φορούσες ή έφευγες με άδεια βαλίτσα για να τη γεμίσεις με ρούχα από τα οποία αφαιρούσες τις ετικέτες με τις τιμές.

Δεν συζητώ, βέβαια, αυτά που μπορούσαν να σου συμβούν στα σύνορα με το μακρόστενο μπλε ελληνικό διαβατήριο στο χέρι. Εντάξει, δεν χρειαζόσουν και βίζα, αλλά αισθανόσουν πάνω σου το βλέμμα του αστυνομικού πριν τοποθετήσει τη σφραγίδα για να σου επιτρέψει την είσοδο. Αισθανόσουν ξένος. Και ήσουν ξένος.

Ναι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρώ, η Ζώνη Σένγκεν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έφεραν θεμελιώδεις αλλαγές στο πρακτικό κομμάτι ενός ταξιδιού στην Ευρώπη. Όμως η μεγαλύτερη αλλαγή, εδώ και 40 χρόνια, από την ένταξή μας στην ΕΟΚ, είναι η ψυχολογική, βρίσκεται σε αυτό που αισθάνεσαι όταν μετακινείσαι στην Ευρώπη. Αισθάνεσαι οικειότητα, με ό,τι περιέχει η έννοια. Από το νόμισμα που έχεις στην τσέπη μέχρι τη χρήση του κινητού τηλεφώνου σου. Από τις τιμές που βλέπεις στο μενού ή στη βιτρίνα, μέχρι τις κοινές προσλαμβάνουσες που έχεις με τον άγνωστο που περπατάει δίπλα σου. Ενδεχομένως οι νεότεροι να μην μπορούν να εκτιμήσουν τι σημαίνει να ταξιδεύεις χωρίς συνάλλαγμα, να κινείσαι ελεύθερα και να βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που, ακόμα και αν δεν μοιάζει με το δικό σου, είναι φιλικό. Οι παλαιότεροι θυμούνται. Και ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, δεν αισθάνονται απλώς σαν στο σπίτι τους. Είναι το σπίτι τους που έχει μεγαλώσει.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ...

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ TAGS