Στις παλιές θεατρικές επιθεωρήσεις υπήρχε μία παράδοση με τους ήρωες του 1821. Εβγαιναν στη σκηνή για να δηλώσουν απογοητευμένοι από τα καμώματα των επιγόνων τους οι οποίοι, με τη σειρά τους, όφειλαν να ντρέπονται καθώς δεν στάθηκαν αντάξιοι των σπουδαίων προγόνων. Νομίζω ότι ο τελευταίος που ανέβασε ήρωες του ‘21 στη σκηνή ήταν ο Σεφερλής, στο Δελφινάριο. Δεν είχαν μόνοι οι συγγραφείς της επιθεώρησης αυτήν την άποψη. Είναι μία θέση καλά εδραιωμένη στο συλλογικό θυμικό. Μαζί με το ξημέρωμα της εθνικής επετείου βγαίνουν και εκείνοι που μοιράζουν μιζέρια, στέκονται σε μια γωνιά και μοιρολογούν το πεπρωμένο μιας χώρας που για άλλα ξεκίνησε και άλλου κατέληξε. Ε, αυτούς θέλω να τους πάρω στο κυνήγι. Διότι πράγματι, αυτή η χώρα για άλλου ξεκίνησε. Για την ακρίβεια μέχρι τη Θεσσαλία. Εκεί δε που έφτασε, δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ούτε ο πιο αισιόδοξος των αγωνιστών του ‘21. Αν τους έλεγες, δηλαδή, ότι σε δύο αιώνες η χώρα θα έχει πολλαπλάσιο μέγεθος και το ισχυρότερο νόμισμα στον κόσμο, θα σε ρωτούσαν μήπως κάπνισες τίποτα από τα λιβάδια της Ηλείας ή τη σοδειά της Καλαμάτας. Κοινώς αν έβγαινες στο Σύνταγμα γύρω στο 1840 και τους μιλούσες για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην καλύτερη περίπτωση θα σε περνούσαν για τρελό και στη χειρότερη θα νόμιζαν ότι τους κάνεις πλάκα.
Και όμως, αυτό που πετύχαμε είναι σπάνιο στην παγκόσμια ιστορία. Μία επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία δεν άγγιξε το ρεύμα του Διαφωτισμού, βουτηγμένη στον αναχρονισχμό και στη θρησκοληψία, όχι μόνο συγκρότησε εθνική συνείδηση, αλλά κατάφερε, με όλες τις παλινωδίες και στα στραβοπατήματα, να αποκτήσει πρόσβαση στο πιο ισχυρό κλαμπ, με τις πλέον προηγμένες χώρες του κόσμου. Και αυτό, δυστυχώς, δεν καταφέραμε να το συζητήσουμε στο βαθμό που έπρεπε κατά την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση. Η συζήτησε κόλλησε COVID και δεν έγινε όπως θα έπρεπε. Κρίμα, γιατί θα βοηθούσε να ξεπλύνουμε λίγη από τη μιζέρια μας που, ούτως ή άλλως, θα μας δώσει δείγματα αυτές τις μέρες.
Βάζω ένα μισθό στοίχημα ότι στις παρελάσεις ανά την επικράτεια θα δούμε διάφορα παρακολουθώντας ένα flashback στον πρώτο καιρό του αντιμνημονιακού αγώνα. Μπορεί να πέσει κανένα φάσκελο στην εξέδρα των επισήμων ή να εμφανιστούν ομάδες νέων σε ευφάνταστους σχηματισμούς εν είδει happening. Και από δίπλα θα ακούγονται τα γνωστά για την Ελλάδα που πληγώνει, την πατρίδα που διώχνει ή σκοτώνει τα παιδιά της. Αλλωστε αν παρατηρήσετε το σύγχρονο ρεπερτόριο του ελληνικού τραγουδιού, οι περισσότερες αναφορές στην Ελλάδα βγάζουν παράπονο, την αντιμετωπίζουν σαν μία άκαρδη μάνα. Πάλι καλά που υπάρχει και το «Ας κρατήσουν οι χοροί», να έχουμε να βάζουμε κάτι όταν νικούν οι εθνικές ομάδες.
Δεν θα επικαλεστώ τον ιστορικό Κώστα Κωστή που μας χαρακτήρισε «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» αν και συμφωνώ και με τον τίτλο και το περιεχόμενο του βιβλίου. Δεν θα πάω ούτε στον Στάθη Καλύβα που βλέπει έναν θρίαμβο να ξεπηδάει μέσα από κάθε καταστροφή. Ωστόσο αν κοιτάξετε την ιστορική μας διαδρομή θα διαπιστώσετε ότι αυτή η χώρα είναι σε πολύ καλύτερο σημείο από αυτό που θα αντιστοιχούσε στα χτυπήματα που δέχθηκε, κυρίως από τα δικά της παιδιά. Εχει επιδείξει τεράστια αντοχή και υψηλές ικανότητες προσαρμοστικότητας. Και αρκετές φορές διέψευσε τις προβλέψεις και κατάφερε όχι μόνο να σταθεί όρθια, αλλά να προχωρήσει μπροστά. Ημαστε σε πολύ καλύτερο σημείο από εκείνο που μας υπέδειξε η Ιστορία κατά τη γέννηση μας ως κράτος. Και αυτό αξίζει να το χαρούμε. Φυσικά και μπορούμε καλύτερα. Αλλά, ξέρετε, μπορούσαμε και πολύ χειρότερα.