Ο Γιάννης Φλωρινιώτης έπρεπε να ταφεί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε ένα τεράστιο μνήμα με λαμπερά κτερίσματα, τυλιγμένος με λαμέ σάβανο, μέσα στο άσπρο κουστούμι που όμοιο του μόνο ο Καντάφι και ο Μάικλ Τζάκσον τόλμησαν να φορέσουν. Και έξι χιλιάδες χρόνια μετά οι αρχαιολόγοι θα αναρωτιώνται αν ανακάλυψαν, επιτέλους, τον τάφο του Μεγαλέξανδρου. Αυτό άρεσε και στον ίδιο ως ιδέα. Ισως επειδή τα στρας αραιώνουν κάπως το πυκνό σκοτάδι του θανάτου.
Οποτε αποχαιρετούμε μία cult, συμπαθητική φιγούρα, βάζουμε στην ίδια βάρκα και αναμνήσεις από την εποχή της. Ε, και ο Φλωρινιώτης θα πάρει μαζί του κομμάτια από την Ελλάδα των πρώιμων ‘80ς, τότε που η χώρα ήταν σαν τις φωτογραφίες της εποχής: από ασπρόμαυρη άρχισε να γίνεται έγχρωμη. Σημειολογικά, ο καλλιτέχνης, ήταν η νομιμοποίηση του κιτς. Πήρε τη λαμέ, τη λουσάτη αισθητική της επαρχίας, τη φώτισε ακόμα περισσότερο και την κατέστησε, έστω σε κάποιο βαθμό, αποδεκτή. Αν θέλετε ήταν μία ναυτική φωτοβολίδα που έδειχνε ότι το γκρίζο της χούντας ξέφτισε, πλησιάζει η ώρα για το πάρτι.
«Μεγάλε, είσαι και ο πρώτος μεγάλε. Μετά από σένα το χάος, μετά το χάος πάλι εσύ». Αυτός ο στίχος είναι, στην πραγματικότητα, πιο ΠΑΣΟΚ και από το «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο». Και να βγαίνει στην πίστα ο Φλωρινιώτης, πλαισιωμένος από τις αδερφές Γαρμπή, από πάνω του να γυρίζει η ντισκομπάλα, τα στρας στο σακάκι να λάμπουν σαν αστέρια σε ξάστερο ουρανό και οι μπόμπες να δροσίζουν λαρύγγια καμμένα από τσιγάρα. Σήμερα όλο αυτό θεωρείται κιτς. Στο μέλλον όμως, θα το συμπεριλάβουν στα ιδιαίτερα κομμάτια της λαογραφίας.
Δεν είμαι σίγουρος αν στου Φλωρινιώτη έκανες κέφι ή χαβαλέ -νομίζω αντιλαμβάνεστε τη διάκριση των εννοιών. Bρέθηκα μπροστά στην πίστα του μία και μοναδική φορά κάπου στη Θηβών. Ημουν σαν ανθισμένη γλάστρα που την πότισαν με ουίσκι. Ωστόσο θυμάμαι πολύ καλά ότι δεν πήγα για να τον ακούσω, αλλά για να τον δω. Οι μισοί από όσους πηγαίνουν σε αυτά τα μαγαζιά, ξενυχτούν για το χάζι, όχι για το κέφι.
Αλλά ο Φλωρινιώτης ήταν μία ινσταγκραμική φιγούρα δεκαετίες πριν το Instagram. Και η οικογένεια του έγινε Καρντάσιαν πριν καν καταλάβουν οι ίδιοι οι Καρντάσιαν πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Και άμα λάχει έκανε πλαστικές επεμβάσεις πολύ πριν κάποιοι άλλοι ανακαλύψουν, έστω, τα Botox.
Ξέρετε κάτι; Εχουμε μπει στους καιρούς που χάνουμε όσους σημάδεψαν τα ‘70ς και τα ‘80ς. Οχι πώς σβήνουν οι μνήμες -κάθε άλλο. Απλώς αυτοί οι θάνατοι δίνουν την ευκαιρία, σε όσους ζήσαμε τα χρόνια, να κοιτάξουμε προς τα πίσω και να θυμηθούμε με πόσο εντυπωσιακό τρόπο άλλαξε δέρμα αυτή η χώρα. Μα, πάντα έτσι δεν συνέβαινε; Δεν νομίζω. Παλιά ήταν οι γενιές που έφερναν τις αλλαγές. Τώρα χρειάζονται μερικά χρόνια. Και η συλλογική μνήμη έχει γίνει τόσο επιλεκτική που πλέον συγκρατεί μόνο τις ακρότητες. Δείτε τον μακαρίτη. Κανένας δεν θα τον θυμάται για την αξιόλογη φωνή ή τα τραγούδια του. Ενας τραγουδιστής που άφησε πίσω μόνο την εικόνα του. Αραγε του άρεσε αυτό; Ελπίζω πως ναι.