Η δική μου γενιά μεγάλωσε από πατεράδες που έλεγαν στους γιούς τους ότι προτιμούσαν να τους δουν νεκρούς παρά ομοφυλόφιλους -άλλη λέξη χρησιμοποιούσαν. Μαθαίναμε επίσης ότι τα παιδιά εκτός γάμου ήταν μπάσταρδα. Και πιστεύαμε ότι το «αγνώστου πατρός» στο πιστοποιητικό γεννήσεως ήταν ένα ανεξίτηλο μαρκάρισμα στο μέτωπο. Αν ο πατέρας σου ήθελε να σε αναγνωρίσει δύσκολα θα το έκανε με συμβολαιογραφική πράξη. Θα έπαιρνε τη μάνα σου με παπά και με κουμπάρο. Εννοείται ότι η ανύπαντρη μητέρα βάδιζε στις παρυφές της πορνείας. Οχι μόνο επειδή έφερε στον κόσμο ένα παιδί εκτός γάμου, αλλά, κυρίως, επειδή είχε το θάρρος να το κάνει. Και η τόλμη σε μία γυναίκα αντιστοιχούσε, τις περισσότερες φορές, σε ήθη ελεγχόμενα για την ελευθεριότητα τους.
Μιλάμε άλλωστε για μία εποχή κατά την οποία η παρθενία θεωρείτο, ακόμα, αρετή, κάτι που η κοπέλα καλό θα ήταν να διαφυλάξει για τον σύζυγο της. Ηταν και τα παιδιά των διαζευγμένων ζευγαριών. Εξ ορισμού προβληματικά, εν δυνάμει αλήτες, με τη ντροπή να πέφτει βαριά στις πλάτες τους. Στα δικά μου χρόνια οι γονείς προέτρεπαν τα παιδιά να αποφεύγουν τις παρέες με γόνους «διαλυμένων» οικογενειών. Αλλωστε για να καταλήξουν οι γονείς σε διαζύγιο, κάτι φριχτό θα είχε συμβεί. Και πράγματι, εκείνα τα χρόνια τα ζευγάρια δεν έφταναν εύκολα στο δικαστήριο. Αν το κυρίαρχο αρσενικό έριχνε ξύλο στο σπίτι, οι συγγενείς θα έπεφταν πάνω στην κακοποιημένη γυναίκα και θα της ζητούσαν να βάλει πάνω από όλα το συμφέρον των παιδιών. Ακόμα και αν τα παιδιά έβλεπαν κάθε μέρα τη μάνα τους να γίνεται μπαλάκι του σκουός στους τοίχους της κουζίνας. Αυτό ελάχιστη σημασία είχε. Αρκεί να έδιναν προς τα έξω την εικόνα της οικογένειας. Ενας συμμαθητής μου ήταν ομοφυλόφιλος. Μόλις ενηλικιώθηκε τον πέταξαν έξω από το σπίτι. Βρέθηκε, παιδί ακόμα, να περιπλανιέται στην άγρια νύχτα της μακεδονικής επαρχίας, πριν καταλήξει ερείπιο στα 25 του. Γιατί η ομοφυλοφιλία δεν ήταν, απλώς, αμαρτία ή αιτία κοινωνικού στιγματισμού. Ηταν έγκλημα, μία κουρτίνα ντροπής που σκέπαζε όλη την οικογένεια.
Συχνά λέμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική ως προς τα ήθη. Ναι, ας δεχθούμε ότι για ένα σημαντικό κομμάτι της ισχύει κάτι τέτοιο. Ομως ας ρίξουμε και μια ματιά στη χρονική γραμμή της εξέλιξης. Οι συνθήκες που σας περιέγραψα προηγουμένως αντιστοιχούν σε μία γενιά πίσω, πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια. Τότε, δηλαδή, που ο έλεγχος ήταν στα χέρια των ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από γονείς που ήρθαν στον κόσμο στις αρχές του αιώνα. Ολα αυτά που σήμερα δείχνουν φριχτά και ακούγονται παράλογα, τότε σηματοδοτούσαν τη φυσιολογική εξέλιξη των ηθών σε μία κοινωνία του ευρωπαϊκού νότου. Με ιστορικούς όρους, όμως, θα συμφωνήσουμε ότι η κοινωνία μας έκανε άλματα τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες. Και συνεχίζει να κάνει. Μπορεί να υστερεί, χρονικά, σε σχέση με τη Δύση, αλλά αυτό είναι ένα ταυτοτικό της χαρακτηριστικό.
Πάντα αυτό συνέβαινε. Κανένας από μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί πριν από δέκα χρόνια ότι η ελληνική Βουλή θα αναγνώριζε την ισότητα στο γάμο και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Και πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια δεν θα τολμούσαμε να μιλήσουμε ανοιχτά για κάτι τέτοιο. Θα μας έπαιρναν στην πλάκα ή με τις πέτρες. Το νομοσχέδιο για την ισότητα στο γάμο ψηφίστηκε πολύ πιο εύκολα από όσο σε κάνει να πιστεύεις ο επικοινωνιακός κουρνιαχτός που σηκώθηκε. Η κοινωνία, στην πλειοψηφία της, το δέχεται ως κάτι αυτονόητο, ως κάτι που, ακόμα και αν δεν συμφωνείς, δεν σε επηρεάζει καθόλου, αλλά διευκολύνει τη ζωή συμπολιτών σου. Ομως, ξέρετε, μέχρι να φτάσουμε εδώ έγιναν αγώνες. Υπήρξαν άνθρωποι που έφαγαν ξύλο, κακοποιήθηκαν, λοιδορήθηκαν. Είναι εκείνοι που πρώτοι τόλμησαν να βγουν μπροστά, να κάνουν δημόσιο coming out αδιαφορώντας για τις λοξές ματιές στον δρόμο. Ανθρωποι, για παράδειγμα, σαν τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο που, όταν πήρε, για πρώτη φορά, δημοσίως τον λόγο, φάνταζε περίπου σαν προκλητικό ξωτικό στα μάτια των νοικοκυραίων. Δικαιούνται να το γιορτάζουν σήμερα. Οπως και ο Μητσοτάκης δικαιούται ένα μπράβο.