Μία γυναίκα στον Κολωνό κάνει ηλεκτρονική απογραφή και συνειδητοποιεί ότι, επιτέλους, έχει την ευκαιρία να αλλάξει το παρελθόν και το παρόν της, να τα φτιάξει όπως θέλει αυτή.
Γεννήθηκε στη Ζαχάρω Ηλείας, εκεί που ζούσε η μητέρα της το 1961. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή την ανέβασε στο roller coaster. Σπούδασε Πληροφορική στο Stanford και έκανε διδακτορικό στο UCLA με θέμα την τέχνη στα video games. Έμεινε περίπου δέκα χρόνια στη Δυτική Ακτή, μετακινούμενη από το Σαν Φρανσίσκο ως το Σαν Ντιέγκο. Δούλεψε σε διάφορες γκαλερί, πέρασε μια βραδιά συζητώντας περί τέχνης και φλερτάροντας με τον Στιβ Τζομπς. Εζησε στο Καρμέλ επί δημαρχίας Κλιντ Ιστουγντ και ανέβαινε για τον τρύγο στους αμπελώνες, στη Νάπα Βάλεϊ. Κρύφτηκε μερικά χρόνια στη Χιλή, σε παραλιακή βίλα που της αγόρασε ένας μεγαλέμπορος κοκαΐνης. Copy paste, όπως τα βλέπει στο Netflix. Ήταν γνωριμία της μιας βραδιάς στην Τιχουάνα που εξελίχθηκε σε θυελλώδη έρωτα. Του έκανε έξι παιδιά. Και τα έξι τα πήρε η κακούργα η μάνα του στη βίλα της στο Ακαπούλκο. Έξι ή επτά; Καλύτερα οκτώ. Και μετά, όταν τσίμπησαν τον έρωτα, τα μάζεψε και ήρθε στην Ελλάδα. Ναι, η τελευταία χώρα στην οποία έζησε ήταν το Μεξικό. Από την Πρωτοχρονιά του 2000 ζει στην οδό Ιωαννίνων, στον Κολωνό, του Δήμου Αθηναίων. Μένει στο νοίκι, σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου που διαθέτει δικό του μπάνιο, με δική του υδραυλική εγκατάσταση και καζανάκι. Ζει μόνη. Όχι, δεν είναι αλήθεια. Μαζί της μένει και ο James (Jim) Douglas Morrison που είναι 78 ετών, γεννήθηκε στο L.A και, συγγνώμη παιδιά, δεν διαθέτει ελληνικό ΑΜΚΑ και ΑΦΜ. O Jim φιλοξενείται προσωρινά σε ένα από τα τρία δωμάτια του σπιτιού, σε αυτό που έχει διπλά τζάμια, εξωτερική θερμομόνωση και ειδική αλεξίσφαιρη θωράκιση -δυστυχώς δεν υπάρχει αντίστοιχη επιλογή στη δήλωση. Θέση πάρκινγκ δεν διαθέτει. Τα πρωινά αφήνει την άμαξα με τα άλογα πάνω στην Ιωαννίνων. Τα μεσάνυχτα κατεβαίνει και παίρνει την κολοκύθα στο μπαλκόνι της.
Έχει τον υπολογιστή πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ανάβει τσιγάρο, αλλάζει το σταυροπόδι και τρίβει το πηγούνι της. Βρίσκει υπέροχη τη διαδικασία της απογραφής, είναι ενθουσιασμένη. Μήπως θα ήταν καλύτερα να περιμένει τον απογραφέα στο σπίτι; Να του λέει την ιστορία της ζωής της ενώ του ψήνει καφέ; Και μετά αυτός, καθηλωμένος από την αφήγηση, να κάνει τα χαρτιά στην άκρη για να στρίψει τσιγάρο και να αρχίσει τις ερωτήσεις. Ε, όχι, δεν μπορεί να του πει λεπτομέρειες για το καρτέλ, δεν λέγονται αυτά έτσι εύκολα. Ας μιλήσουν καλύτερα για τέχνη. Θα τελειώσει η συνέντευξη και θα της ζητήσει δύο υπογραφές. Μία για το δελτίο και μία ως αυτόγραφο. Η απογραφή σου δίνει την ευκαιρία να διηγηθείς τη ζωή σου όπως θα ήθελες να είναι. Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρόν, από τον Κολωνό δεν φεύγεις. Αλλά με τον πιο επίσημο τρόπο, θα αποκτήσεις κάτι από το παρελθόν που ονειρεύεσαι να είχες. Καταγεγραμμένο και καταχωρημένο. Μεταξύ μας, η απογραφή δεν βγαίνει χωρίς παραμύθιασμα. Χρειάζεται να πεις κανένα ψέμα για να αραιώσεις την πίκρα, να ρίξεις αλατάκι, να βάλεις λίγη γεύση. Ξέρει ότι αυτά που θα περάσουν στο σύστημα είναι ότι πήρε διδακτορικό, έζησε στο Μεξικό, έκανε οκτώ παιδιά και ζει με τον Jim Morrison. Θα τα διαβάσει, άραγε, κανείς; Θα σταθεί κάποιος με δέος μπροστά στην οθόνη; Δεν θρέφει ελπίδες. Aν δεν έγινες ρεαλιστής στα 60, η ζωή δεν σου έμαθε τίποτα. Ξέρει ότι όσα γράφει θα ριχτούν σε ένα σωρό από πληροφορίες, σε έναν ομαδικό τάφο χρόνων και ζωών που πέρασαν.
Η απογραφή είναι σκληρό πράγμα. Αυτή είναι η ζωή σου και αν θέλεις στη μετράει με το τετραγωνικό. Συμπληρώνεις τα κουτάκια στην οθόνη και κάνεις οδυνηρή άσκηση αυτογνωσίας. «Πού κατοικούσε η μητέρα σας όταν γεννηθήκατε;» Αυτό δεν είναι ερώτηση, φίλε. Αυτό είναι τρεις συνεδρίες στον ψυχίατρο. Και τι γράφεις για αυτόν που έφυγε από το σπίτι, αλλά τα πράγματα του είναι ακόμα εκεί; Ζείτε μαζί ή όχι; Και είναι, στα αλήθεια, δικό σου το σπίτι λίγο πριν βγει στον πλειστηριασμό; Είναι υπερβολικά απόλυτη η απογραφή. Θα έπρεπε να σου αφήνει τα περιθώρια που έδινε παλιά το Facebook: It’s complicated. Επίσης είναι λειψή ως προς το περιεχόμενο. Δεν γίνεται το κράτος να σε ρωτάει αν έχεις καζανάκι στην τουαλέτα, και να μη σε ρωτάει τι σκέφτεσαι. Να σου έχει, ρε αδερφέ, ένα πεδίο που μπορείς να το συμπληρώσεις με ό,τι γουστάρεις. Να γράψεις το μότο σου για τη ζωή, αυτό που θέλεις να βάλουν στον τάφο σου. Γιατί μόνο έτσι θα μάθει το κράτος τι άνθρωπος είσαι.