Στον παλιό κόσμο, που ήταν τυλιγμένος με Χαλυβδόφυλλα και μετρούσαμε τα όρια μας με limit up, ο Ιησούς γεννιόταν σε σουίτα ιδιωτικού μαιευτηρίου. Και το γιορτάζαμε δεόντως, πετώντας από πάνω μας το χνούδι του βαλκανικού επαρχιωτισμού. Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, στα μέσα των ΄90ς, τα Χριστούγεννα ήταν διαφορετικά.
Είχαν πάνω τους μία επίστρωση από το παχύ λίπος του νεοπλουτισμού με λαμέ λάμψη, ξεχασμένη από τα ‘80ς. Κάτι το αρχοντοχωριάτικο βρε παιδί μου. Τοτε οι Ελληνες αποδημούσαν ομαδικώς για τόπους εξωτικούς, να βυθίσουν το πόδι στη λευκή άμμο να γυρίσουν μαυρισμένοι, Γενάρη μήνα, στη δουλειά. Μαυρίκιος, Σεϊχέλες, Μπαλί, Πουκέ. Σήμερα δεν βρίσκεις στο Πήλιο, θα μου πείτε. Δεκτό. Ομως τότε έβρισκες τον γείτονά σου να τρώει καραβίδες στη Μπανγκόκ. «Και εσείς εδώ;». Δεν ήταν, απλώς, ταξιδιωτικοί προορισμοί, αλλά μετερίζια κοινωνικής ανόδου. Ακόμα και αν δεν είχες λεφτά για να πας, δεν πειράζει, θα έπαιρνες διακοποδάνειο. Θα φόρτωνες στην πιστωτική έναν λογαριασμό για το μακρινό μεθαύριο. Εβγαινες Χριστούγεννα στη Βιέννη και το μόνο που δεν υπήρχε από την Ελλάδα ήταν ένα ζεστό πιάτο φασολάδα. Αλλά ακόμα και αν έμενες πίσω, σε μπούκωνε η κουτάλα της δήθεν γκλαμουριάς.
Κάτι πάρτι στα ballroom ακριβών ξενοδοχείων, αφού είχε προηγηθεί εορταστικό δείπνο με πρώτο πιάτο σούπα από κολοκύθα και σαλάτα ρόκαπαρμεζάνα (για πολλά χρόνια νόμιζα ότι είναι μία λέξη). Το κοτόπουλο φούσκωσε και έγινε γαλοπούλα. Να παίζει παντού Παπαβαρότι. Και Σινάτρα που στις μικρές ώρες τον ντούμπλαρε ο Αντύπας. Και για πρωινό, μετά το ρεβεγιόν, πάλι σε ξενοδοχεία. Βούτυρο στο στόμα, λίπος στην κοιλιά, και ένα «δεν βαριέσαι» στο μυαλό. Η Αθήνα άρχισε να βλέπει όλο και περισσότερα SAAB. Και οι εταιρείες έστελναν εορταστικά δώρα μέσα σε κάτι καλάθια που, αν τα έβλεπες τώρα, θα ντρεπόσουν για την ξιπασιά. Αλλά τότε ήταν εντάξει. Αργότερα, όταν άρχισε να ανατέλλει ο μαύρος ήλιος της κρίσης, τα καλάθια αντικαταστάθηκαν από ανακοινώσεις που ενημέρωναν τους λιγούρηδες ότι, δυστυχώς για αυτούς, τα χρήματα κατατίθενται σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ψέματα. Οικονομίες έκαναν.
Ηταν ένα lifestyle τυλιγμένο σε ιλουστρασιόν σελίδες, κομμένες από χοντρά περιοδικά, γεμάτα ρεκλάμα πολυτελείας, στο πορνό καταναλωτισμού που παρακολουθούσε ο μέσος άνθρωπος. Ναι, το ξέρω ότι και σήμερα τα μπουζούκια είναι γεμάτα. Μόνο που λειτουργούν το πολύ τρεις μέρες την εβδομάδα. Η κρίση έβαλε ένα μέτρο που, σε γενικές γραμμές, υφίσταται ακόμα. Αλλαξε και η αισθητική. Υποχρεωτικά. Στα παχουλά ‘90’ς και στα χλιδάτα ‘00ς των Ολυμπιακών Αγώνων, το εορταστικό πρότυπο, επέβαλε μανικετόκουμπα, ακριβό ποτό και δώρο κανέναν ασημένιο κόφτη για τα πούρα. Το έβλεπες ανάγλυφο και στις διαφημίσεις, μπορούσες να το ψηλαφίσεις. Στην κρίση η αισθητική της πολυτελούς ανεμελιάς έχασε τη θέση της στο οικογενειακό τραπέζι. Οι διαφημιστές άρχισαν να πουλάνε ζεστή ατμόσφαιρα, ανθρωπιά και το χαμόγελο του παππού όταν αγκαλιάζει το εγγόνι. Δεν θυμάστε και εκείνη τη φωτογραφία από την Αθήνα του ‘60 που έκανε μεγάλο νοσταλγικό σουξέ στα social; Στο μεταξύ, αν έπαιρνες έναν από αυτούς που την αναρτούσαν και τον πετούσες στη δεκαετία του ‘60, θα έβαζε τα κλάματα. Και τώρα; Πώς είναι τα πράγματα τώρα; Είναι κάπου στη μέση, ανάμεσα στη ξιπασιά και στη μιζέρια. Και, κατά τα πρότυπα της εποχής, σύντομα θα τεθούν νέες προδιαγραφές στα Χριστούγεννα. Στο μέλλον, όχι και τόσο μακριά, το παιδί θα γεννηθεί μαύρο. Ισως να είναι και κορίτσι. Με non binary αγγελάκια να ψάλλουν πάνω από τη φάτνη. Χωρίς ζώα. Σε ένα vegan κόσμο τα πρόβατα βόσκουν κάπου άλλου, ανέμελα.