ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Η διαδήλωση του Νίκου

Ένας νεαρός ακολούθησε τον πατέρα του και το μπλοκ του κόμματος στη διαδήλωση για το εργασιακό νομοσχέδιο. Γεμάτος θυμό, με ένα κινητό με ραγισμένη οθόνη στην τσέπη

Αν ραγίσει η οθόνη του κινητού, είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο από σπασμένο παράθυρο. Ο Νίκος μπήκε στο μεγάλο κατάστημα της πλατείας Συντάγματος και αισθάνθηκε στην πλάτη του τη ματιά του σεκιουριτά. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και έκανε δεξιά, εκεί που είναι τα κινητά τηλέφωνα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπροστά στα ακριβά μοντέλα, αυτά που κοστίζουν όσο δύο μισθοί. Τοποθετημένα σε κομψές, λευκές βάσεις, λες και βλέπεις κοσμήματα. Ο πατέρας του συνηθίζει να λέει ότι όλα αυτά είναι φθηνά όπως οι τσόντες, σκληρό πορνό ρε παιδί μου. Σου ανάβουν τον πόθο, σε προκαλούν, αλλά είναι και πολύ μακριά, ανέγγιχτα. Ο Νίκος, πάντως, άγγιξε μία οθόνη. Εκείνη άναψε και του ζήτησε passcode. Την άφησε με την απορία. Κατευθύνθηκε στο βάθος, σε εκείνη τη γωνία που έχουν τα κινέζικα -βασικά όλα κινέζικα είναι, απλώς αυτά δεν το κρύβουν. Κοίταξε τις τιμές και στάθηκε μπροστά σε αυτήν που ήταν στο μπόι του. Μία υπάλληλος τον πλησίασε. Τη ρώτησε αν μπορεί να αγοράσει το κινητό με δόσεις. Φυσικά και μπορεί, κάνουν άτοκες δόσεις στην πιστωτική. Ο Νίκος έχει μόνο χρεωστική. Η υπάλληλος λυπάται. Α, ΟΚ, εντάξει, ο Νίκος θα ξαναπεράσει. Βγήκε στην πλατεία και είδε κόσμο να μαζεύεται για την απεργιακή συγκέντρωση. Ώρα να ψάξει για τον πατέρα του.

Ο Νίκος είναι λες και έγινε cut-paste από ηθογραφία των ‘60ς. Στα 25 του είναι ένα γεροδεμένο παλικάρι, μετρίου αναστήματος, με καθαρό και ευγενικό πρόσωπο. Γιος οικοδόμου, από το Far West της Αθήνας. Η μάνα είναι στο σπίτι και δουλεύει, όταν βρίσκει, κάτι σαν νοσοκόμα σε κατάκοιτους. Ο μικρός σπούδασε ηλεκτρολογικά στα ΕΠΑΛ. Δεν το διάλεξε αυτός, αλλά ο πατέρας. Ο Νίκος ήθελε να ψαχτεί για Πολυτεχνείο. Τους πλάκωσε όμως η κρίση, πάγωσε η οικοδομή, κοκάλωσε ο πατέρας. Καλύτερα να μάθαινε μία τέχνη που μπορεί να του έβγαζε ένα μεροκάματο. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Νίκου δεν ήταν το πτυχίο, αλλά που δεν σκοτώθηκε από ηλεκτροπληξία. Χειρότερος ηλεκτρολόγος, πεθαίνεις -στην κυριολεξία. Δουλεύει ντελίβερι σε σουβλατζίδικο με ένα μηχανάκι κανονική σκοτώστρα -το αφεντικό επιμένει ότι τα λάστιχα είναι μια χαρά. Τα μόνα γκολ που βλέπει πλέον ο Νίκος είναι από μισόκλειστες πόρτες αν και ο πελάτης βρίζει γιατί σηκώθηκε να παραλάβει πάνω στη φάση.

Ο πατέρας του είναι στο κόμμα. Και αυτός είναι και μάλιστα από τότε που γεννήθηκε ή, καλύτερα, πριν γεννηθεί. Δεν ασχολείται όμως και έτσι έρχεται και η γκρίνια και κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Για τη συγκέντρωση ενάντια στο εργασιακό νομοσχέδιο ο γέρος δεν σήκωνε κουβέντα. Και ο Νίκος ήδη τον έψαχνε στο Σύνταγμα. Το έχει ξανακάνει. Πρώτα βρίσκει το πανό και μετά τσεκάρει τις γνωστές φάτσες, λες και παίρνει απουσίες. Τον είδε να κρατάει το ξύλο του πανό και να καπνίζει. Ο μικρός ήξερε όλη τη σειρά των κινήσεων που θα ακολουθήσουν. Σαν να βλέπεις αρχαία τελετή ή, ακόμα καλύτερα, μία ρωμαϊκή στρατιωτική φάλαγγα. Το πανό θα σηκωθεί, οι άνδρες θα πιαστούν μπράτσο με μπράτσο, οι πιο μεγαλόσωμοι θα μπουν στο πλάι και πίσω. Μπροστά, μόνος του, θα είναι αυτός με τον τηλεβόα, με τη γνώριμη φωνή, όπως στις γαλέρες. Και θα πάνε έτσι, με μία φωνή, μία καρδιά και, κυρίως, ένα μυαλό μέχρι τη γραμμή των ΜΑΤ. Ο Νίκος στάθηκε μπροστά, ακριβώς πίσω από τον πατέρα του. Πήρε το βήμα των άλλων, αλλά όχι τη φωνή. Ούρλιαζε από μέσα του.

Δεν θυμάται ποιος και πώς ξεκίνησε ο λεκτικός διαπληκτισμός με τα ΜΑΤ. Θυμάται όμως ότι κάποια στιγμή ήθελε να βγει μπροστά, να κατεβάζει τη μάσκα του μπάτσου και να του κόψει την καρωτίδα με τα δόντια. Όχι, δεν ήταν θυμωμένος με το εργασιακό νομοσχέδιο. Δεν ήξερε καν τι προβλέπει, δεν τον αφορούσε. Ήταν θυμωμένος με τους γέρους που δεν μιλούνται και τη μάνα που κλαίει. Με το άθλιο δωμάτιό του που είναι σαν κελί μέσα σε κελί. Με τον μαλάκα τον σουβλατζή που χρεώνει πια τηλεφωνικά με κάρτα και του τρώει τα φιλοδωρήματα -αν τα έβαζε στη σειρά θα έφταναν να αλλάξει λάστιχα και στο μηχανάκι. Με τους μπάτσους που τον μάζεψαν για ένα μπάφο και μετά έγινε κόλαση στο σπίτι. Με το νοσοκομείο που έβαλε ραντεβού στη μάνα μετά από ένα μήνα. Με την καψούρα του που μοίρασε σε όλο τον κόσμο όσα της έστελνε inbox. Με τα ψώνια που βγαίνουν χαμογελαστά στο insta -πού στο διάολο βρίσκουν τη χαρά; Με την πάρτη του που τον κάνει να αισθάνεται άχρηστος. Ναι, πρώτα με την πάρτη του. Έβγαλε το κινητό με τη ραγισμένη οθόνη και

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ...

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ TAGS