Το κάνω κάθε καλοκαίρι. Συνήθως παίρνω μία πέτρα από το βυθό, τη βαφτίζω στο φως και μετά την πετάω με όση δύναμη έχω. Και όσο σκίζει αέρα, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά στην ύπαρξή της, μέχρι να αφρίσει στην επιφάνεια του νερού, εγώ σκέφτομαι ότι έκανα μία αλλαγή στον πλανήτη. Μετακίνησα ένα μικρό μπιμπελό σε δωμάτιο που δεν θα μπει κανείς. Και είναι μία αλλαγή που, αν δεν αντέξει στην αιωνιότητα, του κερατά, θα ζήσει μερικούς αιώνες. Είναι αφελές, ηλίθιο και, φυσικά, κωμικά εγωιστικό και ματαιόδοξο. Όμως είναι μία εξαιρετική καταφυγή για εκείνα τα απογεύματα που ο ήλιος ετοιμάζεται να φύγει και σε αφήνει στη θάλασσα παρέα με τον εαυτό σου. Γιατί αυτά τα σιχαμένα δειλινά στο τέλος του καλοκαιριού είναι που προσπαθείς να κάνεις σχέδια επίθεσης ή να υψώσεις οχυρά για τη χρονιά που, στα αλήθεια, τώρα αρχίζει. Και είναι οι στιγμές που διαπιστώνεις ότι δεν έχεις τίποτα να περιμένεις, μόνο να φοβάσαι. Μόνο τότε, λοιπόν, μπορείς να εκτιμήσεις πόσο τρυφερό και καλοσυνάτο είναι ένα αδιάφορο χειμωνιάτικο απόγευμα που νυχτώνει με ψιλόβροχο. Όμως εγώ στέκομαι μπροστά στην πέτρα που πρέπει να μετακινήσω. Διότι φέτος είπα να το κάνω πιο θεαματικό.
Σήκωσα μία μεγάλη κοτρόνα από την άμμο και την έστειλα ίσα και με δυο μέτρα από την ακτή. Μαζί της έφυγε και η μέση μου και μία κραυγή. Δεν ήταν η φωνή της λύτρωσης, ούτε της απόγνωσης. Του πόνου ήταν για τη μαλακία που έκανα να σηκώσω το λιθάρι. Ευτυχώς ήμουν μόνος. Είδα τον εαυτό μου μέσα από κινηματογραφικά πλάνα, λήψη από ελικόπτερο. Ακτή στη Βόρεια Εύβοια. Με ρεύματα και ανέμους. Υδροβιότοπος με ελάχιστα σπίτια και πολλά κουφάρια από γιαπιά που τους αφαίρεσαν την άδεια. Πιο κάτω υπάρχουν βίλες που χτίστηκαν μπροστά από τον υδροβιότοπο και πάνω στην αμμουδιά. Τόσο ελληνικό όσο η φέτα.
Όμορφο μέρος η Βόρεια Εύβοια, δεν το ήξερα. Γλυκό. Αργό. Με κάτι από 70s. Με ζευγάρια επαρχίας που περπατούν σιγά και τα βλέπεις όπως κοιτάζεις τις σταγόνες της βροχής στο παρμπρίζ – το ίδιο ενδιαφέρον έχουν. Καλό φαγητό, ευγενικοί άνθρωποι. Και με ταμειακές μηχανές που δουλεύουν. Πολύ φθηνό. Δωμάτια με δέκα ευρώ. Και στούντιο πλήρως εξοπλισμένα με είκοσι. Με γκαζόν, γήπεδο μπάσκετ και κούνιες για τα παιδιά. Σκέφτομαι ότι είτε αυτή η χώρα δεν έχει πρόβλημα υπογεννητικότητας, είτε εγώ πάω και πέφτω επάνω σε ορδές αδίστακτων και αγενών παιδιών. Να, τώρα γράφω κάτω από ένα πλάτανο. Και αυτό είναι μπροστά μου, μόνο του. Κλαίει τόσο δυνατά που τα δάχτυλα των ποδιών του σκίζουν το χορτάρι. Αυτό το παιδάκι έχει πολύ νέους γονείς. Μαμά που μπορεί να είναι από την Ουκρανία ή τα Τρίκαλα (δεν την άκουσα ποτέ να μιλάει) και Έλληνα πατέρα με αγροτικό αυτοκίνητο. Κανένας τους δεν είναι άνω των 25. Το παιδάκι όταν μεγαλώσει θα έχει νέους γονείς ή γέρους που θα φαίνονται νέοι. Ακούω το παλικάρι να μιλάει στο τηλέφωνο για το εκκαθαριστικό και τους λογαριασμούς που πήγαν στο σπίτι. Τα βάζει με τη μάνα του που τον ειδοποίησε – μία εβδομάδα διακοπές, γαμώ την τρέλα του. Συμφωνεί και το διπλανό στούντιο.
Γενικώς, αν πάρω στα σοβαρά όσα ακούω, στο συγκρότημα βγάζουμε ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσή Αυγή. Και καταλαβαίνω ότι το πρόβλημα αυτού του τόπου δεν είναι το μνημόνιο. Είναι που οι γείτονές μου στο συγκρότημα αισθάνονται ότι πολιτικά δεν αντιπροσωπεύονται, αλλά εξουσιάζονται. Δικαίως. Από πάνω τους δεν υπάρχει ένα σύστημα που δουλεύει για αυτούς, αλλά ένα σύστημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Δεν τους δυναστεύει το συλλογικό συμφέρον, όπως συμβαίνει στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά κάτι το οποίο οφείλουν να πολεμήσουν. Τα ζευγάρια φορτώνουν τα αυτοκίνητα για την επιστροφή και σκέφτομαι ότι η πέτρα που πετάω στη θάλασσα μπορεί και να αντιπροσωπεύει την πέτρα που σπρώχνω, όπως και εσείς, γνωρίζοντας ότι θα με πάρει πάλι πίσω. Αναρωτιέμαι αν αυτά τα ζευγάρια έχουν καλύτερη ζωή από τη δική μου. Και παραδέχομαι ότι δεν θέλω να επιστρέψω, αλλά δεν έχω και πού αλλού να πάω.