Θέλω να το δείτε σε αργή κίνηση και από πολλές κάμερες. Το «έλα μωρέ μαλάκα» εκφέρεται μπουκωμένο. Από πίτσα. Το χέρι που κρατάει το δαγκωμένο κομμάτι, σπάει προς τα δεξιά, αφήνοντας ψίχουλα που χώνονται, μέσα από φανελάκι, σε δασύτριχο στήθος ή πέφτουν στο πάτωμα.
Σπρώξε με το πόδι να πάνε κάτω από το τραπέζι. Αλλά μην αγχώνεσαι. Δεν είσαι σπίτι σου. Άλλη θα γκρινιάξει. Η γλώσσα τρέχει να μαζέψει ένα μανιτάρι από τον γομφίο, αλλά πιο γρήγορα φτάνει στο αφτί σου ένα «ω, τον πούστη!», μπουκωμένο και αυτό, με μικρά, σχεδόν αόρατα, κομματάκια μπέικον που δραπέτευσαν και κρύφτηκαν στα γένια του χίπστερ φίλου. Το «ω, τον πούστη!» εκφέρεται δοξαστικά, υψώνει μία ασπίδα θαυμασμού και συνήθως απευθύνεται στον τερματοφύλακα της ομάδας που δεν υποστηρίζουμε ή έχουμε στοιχηματίσει εναντίον της. Δεν περιέχει ίχνος σεξισμού, ούτε διακρίνεται από ομοφοβική διάθεση. Οι καταβολές της έκφρασης πιθανώς βρίσκονται στην πρόθεση μερικής απαξίωσης του αντιπάλου, στον οποίο αναγνωρίζουμε αθλητική επάρκεια, πλην όμως, επιχειρούμε να μειώσουμε, με παρωχημένο τρόπο, τον ανδρισμό του -πιθανότατα κάτι αντίστοιχο δεν απαντάται σε άλλη γλώσσα.
Τη στιγμή που 59 δόντια και πέντε εμφυτεύματα, δύο στόματα δηλαδή, συνθλίβουν κομμάτια πίτσας, προσπαθώντας να σχολιάσουν αυτά που βλέπουν τα μάτια και ακούν τα αφτιά, ένα τρίτο στόμα πίνει μπύρα χωρίς ο λαιμός να πάει ούτε χιλιοστό προς τα πίσω. Μένει στητός, με ελαφρά κλίση προς τα μπροστά, έτσι ώστε να μη διαταραχθεί η οπτική γωνία της όρασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μπύρα να μην φτάνει όλη στον οισοφάγο, να παλινδρομεί προς τα έξω ξεπλένοντας στιγμιαία τα δόντια, να τρέχει στις σιαγώνες και να καταλήγει στη μπλούζα που, συνήθως, φέρει το σήμα και τα χρώματα εγχώριας ποδοσφαιρικής ομάδας. «Βγαίνει η μπύρα, έτσι δεν είναι; Δεν βγαίνει ρε μαλάκα;» Δεν θυμάσαι αν το σκέφτηκες ή αν το είπες επειδή, είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση, δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Αυτό που ζούμε δεν διαρκεί περισσότερο από δύο δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή χρειάζεται μία επιτόπια ντρίπλα με σπάσιμο μέσης, ένα σουτ μέσα από την περιοχή και μία απόκρουση που στέλνει τη μπάλα κόρνερ. Εκτός από τους τρεις τύπους στο σαλόνι, υπάρχει και ένας τέταρτος που, όπως εικάζω, είναι ο οικοδεσπότης. Αυτός έχασε τη φάση επειδή ήταν στην κουζίνα. Άκουσε τις φωνές όταν άνοιγε το ψυγείο και άπλωνε το χέρι για να πιάσει τις μπύρες, πλεγμένες στο πλαστικό. Για μερικά εκατοστά στην αρχή του δεύτερου δευτερολέπτου, σκέφτηκε να αφήσει το ψυγείο ανοιχτό και να τρέξει προς την τηλεόραση, γλιστρώντας, ελαφρά, με τα ιδρωμένα καλτσάκια στο παρκέ. «Τι έγινε ρε μαλάκες;» Και έτσι όπως θα είναι όρθιος, θα βάλει το κεφάλι, πλάγια, σχεδόν ανάποδα από την οθόνη, για να δει έστω το replay. Όμως δεν το έκανε. Πάγωσε στιγμιαία, ακούγοντας τις φωνές, ευχήθηκε να μην μπήκε γκολ, γονάτισε μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο και μέτρησε τις μπύρες που απέμειναν. Είναι ένα πολύχρωμο, παγωμένο, τενεκεδένιο αλσύλλιο από μπύρες, κάθε μια διαφορετικής μάρκας, αφού ο καθένας έφερε τις δικές του. Αν δεν βιαζόταν να επιστρέψει στο σαλόνι, θα σκεφτόταν πώς λίγο ή πολύ, όλες οι lager την ίδια γεύση έχουν, το ίδιο ρέψιμο βγάζουν και με τον ίδιο τρόπο ξεπλένουν τα ούλα.
Μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι θα έχουν αδειάσει και τα τενεκέδια. Ένα γρήγορο ανδρικό χέρι θα τα μαζέψει, θα τα ρίξει στο βαθύ σκοτάδι μίας μαύρης σακούλας σκουπιδιών και από πάνω θα πέσουν διπλωμένα κουτιά από σκληρό χαρτόνι με κομμάτια πίτσας κολλημένα στο χαρτί, στάχτες, γόπες και ένα μπάφο με τζιβάνα από παλιό εισιτήριο του μετρό -πού βρέθηκε πάλι αυτό; Προς το παρόν, όμως, το ίδιο χέρι βγάζει από το έξω την εξάδα. Το κορμί στρίβει πριν κλείσει η πόρτα του ψυγείου. Η ματιά φτάνει στο τέλος του διαδρόμου, στον καναπέ. Βλέπει δύο μπουκωμένα στόματα και ένα τρίτο να βυζαίνει το κουτάκι της μπύρας. Και δεν υπάρχει στόμα ελεύθερο να φωνάξει «πάμε ρε Αργεντινή γαμώ την τρέλα μου, πάμε μια φορά να τους τρελάνουμε μωρή αρρώστια!»