Αν μου άρεσαν και οι τσάντες μπορεί να μη σας το έλεγα. Αλλά είναι μόνο τα παπούτσια. Λατρεύω τα παπούτσια. Ισως λιγότερο από τα ηλεκτρονικά, αλλά έχω επενδύσει τις σόλες τους με πάθος. Εχω πολλά παπούτσια. Δεν έχω ρούχα, ίσως επειδή το budget της ένδυσης απορροφάται από την υπόδηση. Και δεν πετάω παπούτσια. Τα μαζεύω. Σε ντουλάπες, σε ράφια, οπουδήποτε.
Διαθέτω παπούτσια δεκαπενταετίας αν και κανένα τους δεν καίει στην τιμή. Δεν αγοράζω ακριβά παπούτσια, φανταστείτε ότι το μεγαλύτερο ποσό που ξόδεψα τα τελευταία χρόνια πήγε σε ένα ζευγάρι Camper. Διότι ο καλός παπουτσολάγνος γνωρίζει ότι η απόλαυση μεγιστοποιείται όταν βρεις όμορφο παπούτσι, άνετο και σε βολική τιμή.
Ψύχωση; Ασφαλώς. Δεν εξηγείται αλλιώς η συμπεριφορά ενός ανθρώπου που ενώ διαθέτει μεγάλο αριθμό παπουτσιών φοράει μόνο δύο-τρία ζευγάρια. Παιδικό απωθημένο; Σίγουρα. Οχι πως οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν παπούτσια-κάθε άλλο. Ομως ήταν πεισματικά αρνητικοί σε οποιοδήποτε αίτημά μου είχε να κάνει με μόδα. Επρόκειτο για ένα προεφηβικό δράμα με τραύματα που μένουν ανοιχτά ως σήμερα. Βλέπετε ήταν εποχή που μόλις είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα τα All Star και τα Nike. Υπήρχαν μόνο Adidas και εκείνα πανάκριβα. Το μέσο παιδί έπρεπε να τρέξει ή με τα ελληνικής κατασκευής Sportex (ήτσν brand που για κάποια χρόνια προσδιόριζε και την έννοια του αθλητικού παπουτσιού) ή με τα επίσης ελληνικά «Αλυσίδα Ελβιέλα».
Τι κάνεις, λοιπόν, όταν εσύ φοράς Sportex με τάπες και ο φίλος σου «Σταράκια»; Δεν κάνεις τίποτα, μόνο τοκίζεις. Και φτάνει η στιγμή που κάποτε είσαι μεγάλος και σοβαρός (κατά δήλωση) άνδρας, κατηφορίζεις για πρώτη φορά τη Broadway στο Μανχάταν και βλέπεις το Shoemania. Ενα τεράστιο κατάστημα παπουτσιών για όλα τα γούστα και τις τσέπες. Στέκεσαι μπροστά στη βιτρίνα. Βλέπεις μια τα παπούτσια και μια την αντανάκλασή σου στο τζάμι. Το μάτι σου γυαλίζει. Μπαίνεις μέσα και χαζεύεις ζευγάρια. Επί μία ώρα. Βλέπεις, περιεργάζεσαι, χαϊδεύεις. Και μετά η εξαντλημένη κάρτα σου ανακτά, σαν από θαύμα, τις δυνάμεις της.