Συνήθως η ιστορία απεικονίζεται καλλιτεχνικά ως μανεκέν που δείχνει αρχαιοελληνικές τουαλέτες. Λεπτή, με μαύρα μακριά μαλλιά, φόρεμα με ουρά και τα απαραίτητα αξεσουάρ, δηλαδή μία πένα με φτερό και έναν πάπυρο, πάνω στον οποίο καταγράφει τα έργα των ανθρώπων. Εγώ της έχω δώσει τη μορφή της Ελένης Βαρβιτσιώτη, της εξαιρετικής ανταποκρίτριας του ΣΚΑΙ και της «Καθημερινής» στις Βρυξέλλες. Διότι μπορεί οι λαοί να εγγράφουν τη διαδρομή τους στους δέλτους της ιστορίας, αλλά στην περίπτωση μας αρκεί και το twitter. Η Ελλάς, που κατά τα λοιπά προώρισται να ζήση, μαθαίνει τα της μοίρας της όχι από τους θεούς της, αλλά από τα tweets των εταίρων και των ανταποκριτών της στη Δύση.
Αυτό, βέβαια, αποτελεί μία ιστορική ιδιαιτερότητα, αλλά φέρνει και κάποια πρακτικά προβλήματα. Κάνει ένα tweet ο Στουμπ και σου αλλάζει τον ρου της ιστορίας, καταλάβατε; Εκεί καταντήσαμε. Να μη μας εμπιστεύεται ο λαός που κονομάει λέγοντας ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης και μάλιστα ζει σε ένα χωριό εκεί πάνω. Και έτσι αναβίωσε το προαιώνιο μίσος που μας χωρίζει με τους Φινλανδούς. Διότι το γένος δεν μπορεί να πορευτεί χωρίς εχθρούς, ούτε στην ιστορία, ούτε στην timeline. Είναι τόσο γελοία όλα αυτά, που καταντούν τραγικά. Μία χώρα καθηλωμένη στους καναπέδες να ακούει τον Σλοβάκο ή τον Λιθουανό υπουργό να κάνουν σχόλια για το μέλλον της. Να αποφασίζουν για αυτό. Και Ελληναράς να μουρμουρίζει για τις μέρες που τους έσπρωχνε καμιά Kolynos και κανένα καλσόν. Όμως εδώ δεν πληρώνονται όλα; Όχι. Διότι δεν έχουμε φράγκο για να πληρώσουμε. Θα τους δίναμε αξιοπρέπεια, αλλά, καταναλώθηκε όλη στο Σύνταγμα και στις κάλπες. Έχουμε, βέβαια, ψυχικό πλούτο να τους δώσουμε. Να φτιάξουμε τον αγωγό που θα μεταφέρει φιλότιμο από τα ιερά μας χώματα προς τη Δύση.
Το πρόβλημα μας είναι ότι οι άλλοι δεν μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος της γελοιότητας. Παίρνουν τα πάντα στα σοβαρά. Ξυπνάει η Μέρκελ, διαβάζει τι είπε η Ζωή πριν λίγες ώρες στη Βουλή και αισθάνεται, τουλάχιστον, αμηχανία. Πώς γίνεται να δανείζεις κάποιον που ισχυρίζεται ότι το χρέος είναι παράνομο και εσύ έχεις σκοπό την εξόντωσή του; Αν, λοιπόν, δεν τσαλακωθούμε σαν χαρτί που πετιέται στο καλάθι των αχρήστων, αυτή τη φορά αγοράσαμε αλήθεια. Δεν τη γνωρίζαμε όλοι. Τώρα όλοι ξέρουν ότι «δανειστές» δεν είναι μόνο η Μέρκελ και ο Σόιμπλε. Είναι και ο Σλοβάκος βιομηχανικός εργάτης που έφτασε στα 60 και ζει με 400 ευρώ τον μήνα. Είναι η συνταξιούχος νοσοκόμα στη Λιθουανία που παίρνει σύνταξη 426 ευρώ και διαβάζει στην εφημερίδα της κάτι απίστευτα πράγματα για τις συντάξεις στην Ελλάδα. Είναι ο δεξιός Φινλανδός επιχειρηματίας που, απλώς, δεν γουστάρει οι φόροι του να φεύγουν προς το Νότο. Είναι και ο Γερμανός εργάτης που δεν ξεχνά το δάχτυλο του Βαρουφάκη. Πληρώνουμε, αλλά μαθαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τη Μπίλντεμπεργκ, αλλά με 18 κοινοβουλευτικές δημοκρατίες που λειτουργούν (και αυτές!) με λαϊκές εντολές. Δίνουμε κάτι παραπάνω, αλλά αυτή τη φορά θα καταλάβουμε ότι ένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός αν δεν έχεις τα κλειδιά της κεντρικής τράπεζας. Μας κοστίζει ακριβά, όμως τώρα η αλήθεια πάει και σβήνει τα ψεύδη από το χαρτί και παίρνει τις μεγάλες κουβέντες από τα χείλη.
Όλο και περισσότεροι παραδέχονται ότι δεν μπορείς να φέρεις την πραγματικότητα στα μέτρα σου. Πρέπει εσύ να προσαρμοστείς στα δικά της. Πόσοι είναι αυτοί που, εμείς οι υπόλοιποι, υποδεχόμαστε στη γη; Όχι πολλοί. Όταν το κλείσιμο των τραπεζών αποδίδεται στον Ντράγκι και ο υπεύθυνος πρωθυπουργός δεν χάνει ούτε τρίχα, τότε, ναι, η Ζωή μπορεί να μιλάει στον λαό της. Και ο Γιάνης δικαιούται να περιμένει τη μέρα που η εξέλιξη του είδους θα επιτρέψει στον μέσο άνθρωπο να προσεγγίσει τη σκέψη του.