Το Μεγάλο Σάββατο τα δελτία ειδήσεων ξεκινούσαν κάπως έτσι: «Με την Ανάσταση του Θεανθρώπου σε λίγες ώρες ο ελληνισμός ετοιμάζεται να γιορτάσει το Πάσχα. Παράλληλα στην Αθήνα αναμένεται σε λίγο το Αγιο Φως, το ανέσπερο, που άναψε με θαυματουργό τρόπο στα Ιεροσόλυμα».
Αν το πιάσεις λέξη προς λέξη διαπιστώνεις ότι η Ανάσταση δεν αντιμετωπίζεται ακριβώς ως αυτό που στην πραγματικότητα είναι, δηλαδή μία θρησκευτική λειτουργία, αλλά της αποδίδεται ο απόλυτος χαρακτήρας του ειδησεογραφικού γεγονότος: ο Χριστός θα αναστηθεί σε λίγες ώρες. Η δε τελετή, που λαμβάνει χώρα στα Ιεροσόλυμα, μεταδίδεται ως ένα αδιαμφισβήτητο θαύμα κατά το οποίο η Θεία Χάρη χορηγεί το Φως για να κάνουν Πάσχα οι Ελληνες.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, τουλάχιστον χριστιανική, όπου η πίστη και οι δοξασίες αποκτούν την ισχύ της είδησης. Αλλά, εντάξει, καμία χώρα δεν είναι σαν την πατρίδα μας. Εδώ τα κανάλια προσαρμόζονται στο θρησκευτικό αίσθημα των τηλεθεατών. Αν τηρούσαν τα προσχήματα και έλεγαν τα πράγματα με το όνομα τους, μπορεί και να έπαιρναν τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας. Αλλωστε τα κανάλια δεν λένε ακριβώς ειδήσεις. Παίζουν το ρόλο εκείνου που εμφανίζεται στο καφενείο του χωριού, βάζει και αυτός ένα τσίπουρο και λέει τα νέα στους χωριανούς.
Τις μέρες του Πάσχα δεν υπάρχουν ειδήσεις. Για αυτό και κατασκευάζονται. Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο είναι είδηση το Πάσχα των πολιτικών αρχηγών, σε ποια εκκλησία πήγαν, πώς έδωσαν το φιλί της αγάπης και πού τσούγκρισαν το αβγό τσιμπώντας λίγο αρνί. Μεταξύ μας, κανένας δεν καταλαβαίνει και για ποιο λόγο κόμματα και πολιτικοί αρχηγοί βγάζουν ανακοινώσεις για το Πάσχα τις οποίες επενδύουν με πολιτικά υπονοούμενα αν και η Ανάσταση προσφέρεται για διαχρονικά κλισέ.
Και αφού τα κανάλια δείξουν αρνιά, βεγγαλικά και πολιτικούς αρχηγούς, συνεχίζουν με τα έθιμα του Πάσχα. Ενα από αυτά είναι το «κάψιμο του Ιούδα», το οποίο είχε απαγορευτεί από την κυβέρνηση το…1849, για να μη δυσαρεστηθούν, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, οι Εβραίοι τραπεζίτες που δάνειζαν τη χώρα. Το χριστεπώνυμο πλήθος θύμωσε και επιτέθηκε στο σπίτι γνωστού Εβραίου, ο οποίος στο τέλος αποζημιώθηκε από το κράτος. Από τότε, ο Ιούδας δεν καίγεται στην Αθήνα. Καίγεται σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας και μεταδίδεται, από τα κανάλια, με λαογραφική θέρμη. «Ενα έθιμο που έρχεται από τα βάθη της Τουρκοκρατίας…».
Υποθέτω ότι αντίστοιχες πράξεις αντισημιτισμού δεν θα καταγράφονται ούτε στο Ιράν. Διότι περί τέτοιας πράξης πρόκειται και ας συγκαλύπτεται με επίκληση του λαϊκού αισθήματος κατά της προδοσίας. Ο Ιούδας καίγεται ως προδότης και Εβραίος, κατά παραγγελία της πεποίθησης πάνω στην οποία εδραιώθηκε ο αντισημιτισμός, για τους Εβραίους που σταύρωσαν τον Χριστό μας. Βέβαια η θέση αυτή αγνοεί τη Θεία Οικονομία και το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ας μην τα μπλέξουμε περισσότερο. Τέλος πάντων, ο καθένας έχει το δικαίωμα να γιορτάζει ό,τι θέλει και όπως θέλει. Το να προβάλλεται, όμως, ένα βάρβαρο έθιμο αντισημιτισμού ως κομμάτι των πατρογονικών μας παραδόσεων είναι κάτι που πρέπει να σταματήσει. Και κάποια στιγμή, επιτέλους, οφείλουν και οι δήμαρχοι να διακόψουν την υποστήριξή του.