Ηταν ένα παιχνίδι που αισθάνεσαι τυχερός επειδή το είδες και άτυχος επειδή το έζησες. Αν το είδες εντελώς ουδέτερα, αποστασιοποιημένος, λες και χαζεύεις γκολφ, τότε μπορεί από τον αγνό ενθουσιασμό να έσπασες μερικές σούστες στον καναπέ σου. Εγώ έσπασα τα νεύρα μου. Στο πρώτο γκολ του ΠΑΟΚ έχασα τη φωνή μου. Στο τρίτο γκολ του Αγιαξ χάθηκε και η μιλιά μου. Στο χαμένο πέναλτι του Ιβιτς πέταξα στη σέντρα τις μεταφυσικές μου υποψίες-ακόμα και αν υπάρχει Θεός δεν είναι ΠΑΟΚ. Στο 2-3 είπα ψέματα για να παραγορήσω την ελπίδα και στο 3-3 άρχισα να φιλοσοφώ για τα περί ματαιότητας.
Τέλος πάντων, θεωρητικά κάποιος ξανθός στο site της UEFA θα γράψει ότι ήταν ένα παιχνίδι όπου, εκτός από τον Αγιαξ, νίκησε και το ποδόσφαιρο. Βλακείες. Ας κόπιαζε στην Τούμπα να κόψει πρόσωπα μετά το παιχνίδι. Δεν θα έψαχνε να δει το γήπεδο, αλλά το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Φάτσες απογοητευμένες που έπεσαν στη ρετσίνα και στην πίκρα και κανείς δεν πήγε να τις σώσει. Φωνές που έκλεισαν και θα μείνουν για καιρό έτσι. «Γαμώτο» που γίνονται βροχή και ποτίζουν το χώμα έξω από το γήπεδο.
Και μετά αρχίζουν και σου βγαίνουν εκείνα τα μεταφυσικά για τον Σίσσυφο και τη μοίρα που σε κυνηγάει ως ΠΑΟΚ και όλα τα γραφικά. Μόνο που δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Οταν ο Σοάρες κάνει γιογιό τον Τσιρίλιο, δεν φταίει ο Ιταλός που κοστίζει 300 χιλιάρικα, ούτε ο Ουρουγουανός που κοστίζει 30 εκατομμύρια. Είναι ο νόμος της ζωής και της λογικής. Και ο λόγος που αγαπάς το ποδόσφαιρο είναι ότι ανατρέπει αυτούς τους νόμους. Τον λόγο για τον οποίο αγαπάς τον ΠΑΟΚ τον ξέρεις, αλλά δεν σου είναι εύκολο να τον εξηγήσεις.