Συγκλόνισε το πανελλήνιο. Οι περισσότεροι τίτλοι που τοποθετήθηκαν πάνω από την αγόρευση της εισαγγελέως στην υπόθεση Τοπαλούδη είχαν αυτό το στοιχείο. Μόνο που δουλειά και καθήκον του εισαγγελέα της ποινικής δίκης δεν είναι να συγκλονίζει με την αγόρευση του. Και ας έχει καθάρματα στο εδώλιο. Δουλειά του είναι να παρουσιάζει στα στοιχεία με τρόπο ψύχραιμο και αντικειμενικό, στοιχειοθετώντας την κατηγορία. Αλλιώς δεν έχουμε δίκη. Εχουμε ριάλιτι.
Δακρυσμένη η εισαγγελέας της έδρας δέχθηκε ένα λουλούδι από τον πατέρα του τραγικού θύματος. Προηγουμένως μίλησε για την «αφίλητη παρθένα», εγκαλώντας και τους συνηγόρους υπεράσπισης –προκάλεσε έτσι την αντίδραση του προέδρου της ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Και μετά τη θύελλα που σηκώθηκε, εξέφρασε την πρόθεσή της να απέχει. Δεν θα το πράξει, τελικά. Διότι έτσι θα οδηγούσε την υπόθεση σε νέα δίκη και τους κατηγορουμένους εκτός φυλακής, καθώς θα παρέλθει το δεκαοκτάμηνο της προσωρινής κράτησης. H εισαγγελέας έκανε ανάρτηση (!) στο Facebook με το λουλούδι που της έδωσε ο πατέρας της άτυχης κοπέλας. «Το ωραιότερο δώρο της ζωής μου» έγραψε. Σαν να καλεί τους κατηγορούμενους να κάνουν προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για κακοδικία…
Αυτή η στάση της εισαγγελέως απέχει –όσο και αν δεν αρέσει στην κοινή γνώμη– από τις δικαιϊκές επιταγές μας. Οι ποινικές δίκες είναι πράγματι η πιο σκληρή και οριακή μορφή δίκης, γιατί οι δικαστές, με τη συνδρομή του εισαγγελέα και των δικηγόρων, καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου και την τιμωρία του δράστη βάσει αυστηρών προδιατυπωμένων διαδικαστικών κανόνων και σαφώς ορισμένων ουσιαστικών διατάξεων. Και ναι, εδώ είχαμε ένα έγκλημα ειδεχθές που, πράγματι, συγκλόνισε τη χώρα, την έκανε να σταθεί ομόθυμα στο πλευρό των τραγικών γονέων.
Η «απάθεια και ψυχραιμία» των δικαστικών λειτουργών (δικαστών και εισαγγελέα) κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους αποτελεί μείζονα κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, καθώς διαφυλάσσει την αμερόληπτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, την ορθή κρίση τους και τη μη μετατροπή της ποινικής δίκη σε σκηνικό ατέρμονων προσωπικών αντιπαραθέσεων.
Το αρ. 332 ΚΠΔ (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) υποχρεώνει ρητά τους δικαστικούς λειτουργούς κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας να μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη – με πρώτο και καλύτερο τον κατηγορούμενο- κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο. Σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης ο δικαστικός λειτουργός διαπράττει βαρύ πειθαρχικό αδίκημα, αναφέρει ρητά η διάταξη.
Η συγκεκριμένη εισαγγελική λειτουργός στη δίκη για τη δολοφονία Τοπαλούδη δεν υπήρξε ούτε απαθής ούτε ψύχραιμη. Ταυτίστηκε με το θύμα, τη συνεπήρε η αδικία, δεν δίστασε μάλιστα να βάλει τα κλάματα, να δεχθεί λουλούδια, να προβεί σε μεγαλόσχημες δηλώσεις. Ομως η θέση ενός εισαγγελέα σε μια ποινική δίκη δεν ταυτίζεται με τον συνήγορο του παθόντος. Ο έλληνας νομοθέτης δεν θέλει τον εισαγγελέα εκπρόσωπο του θύματος και των οικείων του. Οι τελευταίοι έχουν το δικαίωμα να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής μέσω συνηγόρου. Ο εισαγγελέας στην ποινική δίκη έχει συγκεκριμένα και αυστηρά προδιατυπωμένα καθήκοντα: ασκεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση, εισάγει την κατηγορία, αναζητεί την αλήθεια βάσει των αρχών που διέπουν την ποινική διαδικασία και δίκη και τέλος προτείνει την ενοχή ή απαλλαγή του κατηγορουμένου και εκφράζει τη γνώμη του για το ύψος της ποινής. Η προσήλωση στον νόμο εκ μέρους του δικαστή διαφυλάσσει πρωταρχικά την ίδια την αποτελεσματικότητα απονομής δικαιοσύνης.
Τέτοιες ακραίες συμπεριφορές, χωρίς μέτρο, χωρίς λογική, κάνουν τελικά κακό στην ίδια την ουσία της υπόθεσης. Όσο πιο τραγική είναι η υπόθεση, τόσο πιο σοβαρούς, λεπτούς και μετρημένους χειρισμούς απαιτεί. Η ικανοποίηση του «κοινού αισθήματος δικαίου» δεν έχει καμία απολύτως θέση μέσα στο ποινικό ακροατήριο.
Τον πρώτο και τελευταίο λόγο, τον κεντρικό ρόλο σε μια ποινική δίκη στο ακροατήριο έχει ο διευθύνων τη συζήτηση δικαστής, ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Αυτός κάνει «κουμάντο» στην αίθουσα, αφού όπως αναφέρεται ρητά στο αρ. 334 ΚΠΔ, μπορεί να διακόπτει τον εισαγγελέα όταν απομακρύνεται από το θέμα, να τον ανακαλεί στην τάξη εφόσον χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις και επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις, υποδεικνύοντάς του το άτοπο. Αν παρόλα αυτά ένας από τους παράγοντες της δίκης επιμένει σε τέτοιου είδους εκτροπή, είναι δυνατό να του αφαιρέσει τον λόγο. Ζήτημα, επομένως, τίθεται και για τη στάση που τήρησε ο διευθύνων δικαστής στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Σίγουρα πολλά από όσα ειπώθηκαν από την εισαγγελέα φωτίζουν την ουσιαστική αλήθεια, πολλά όμως άλλα κρίνονται περιττά. Και μια και απευθύνουμε «κατηγορίες», αξίζει να διερευνήσουμε το «κίνητρο». Ηταν, άραγε, η συναισθηματική φόρτιση ή η ακατανίκητη γοητεία της προβολής, σε πανελλήνιο βήμα; Αν ισχύει το πρώτο, έχουμε μπροστά μας έναν ευαίσθητο άνθρωπο, αλλά μία κακή εισαγγελέα. Αν ισχύει το δεύτερο, εκτός από την εισαγγελέα, πρέπει να ρίξουμε και μια ματιά στον άνθρωπο ή, αν θέλετε, στην καλλιτέχνη.