Ο άνθρωπος μας είναι κάθε μέρα στα δικαστήρια της Ευελπίδων, σχεδόν κατοικεί στο κτίριο όπου φέρνουν τους δολοφόνους και τους βιαστές για την απολογία τους στον ανακριτή. Και προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που σε κάνει εγκληματία
Αν οι τοίχοι απορροφούσαν την ενέργεια που εκπέμπουν οι άνθρωποι, τότε το κτίριο 9, στα δικαστήρια της Ευελπίδων, θα έπρεπε να θαφτεί κάτω από τσιμέντο, όπως ο πυρηνικός αντιδραστήρας στο Τσερνομπίλ. Είναι το κτίριο που μεταφέρουν φονιάδες, βιαστές, παιδεραστές, εμπόρους ναρκωτικών, δαίμονες αλυσοδεμένους. Εκεί τους περιμένει ένας ανακριτής για να ακούσει τη δική τους εκδοχή πάνω στο δράμα που προκάλεσαν. Πριν μπουν στο κτίριο, αντιμετωπίζουν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτογράφους. Μία γυναικεία φωνή που ρωτάει «γιατί το έκανες». Και συγγενείς των θυμάτων που αποδοκιμάζουν, βρίζουν ή εκτοξεύουν κανένα μπουκάλι με νερό. Εκεί είναι και ο άνθρωπος μας, το όνομα του οποίου δεν γνωρίζουμε. Ξέρουμε μόνο το account στο Instagram, το @crimelover_athens. Είναι συνέχεια στο κτίριο 9. Κάθε μέρα, όλη την ώρα. Εχει γίνει ένα με το κτίριο, σαν σαύρα πάνω στον τοίχο. Οι αστυνομικοί δεν τον προσέχουν πια. Ενδεχομένως δεν τον βλέπετε ούτε εσείς, στα τηλεοπτικά πλάνα. Και όμως είναι εκεί. Δίπλα ή πάνω στα σκαλιά. Και τη στιγμή που ο κατηγορούμενος με την πομπή του περνάει το κατώφλι, εκείνος στέκεται μπροστά, σηκώνει το κινητό, βγάζει τη selfie και την ποστάρει. Σκέτη, όπως είναι. Χωρίς φίλτρα.
Για ποιο λόγο βρίσκεται εκεί; Αδιευκρίνιστο. Μπορεί να ξορκίζει τον φόβο ή την αγάπη του για το έγκλημα. Ισως ποθεί να σταθεί και αυτός μπροστά στις κάμερες με χειροπέδες, αλεξίσφαιρο γιλέκο και χωρίς κουκούλα στο πρόσωπο. Δεν είναι σίγουρος αν λυπάται ή θαυμάζει τους φονιάδες. Σίγουρα δεν τους μισεί. Ζηλεύει τον ανακριτή. Γιατί τους έχει μπροστά του για όσο χρόνο θέλει. Ομως τον Πολωνό που σκότωσε το παιδί τον ξεπέταξε γρήγορα. Κακώς. Ο δικός μας θα του έφτιαχνε καφέ και θα του ζητούσε να το πάρουν από την αρχή, να παρακολουθήσουν τη μεταμόρφωσή του, πώς από άνθρωπος έγινε τέρας. Τι να έφταιξε; Τα παιδικά χρόνια στην Πολωνία; Η φτώχεια; Το ναρκωτικό που πίνει και του παίρνει το μυαλό; Μήπως η ηθική του συγκρότηση; Ναι, αυτό είναι. Ο αξιακός του κώδικας. Οταν έχεις σκοτώσει ένα παιδί με τέτοιο τρόπο, ευθύνεται και το τελευταίο σου κύτταρο. Γιατί είναι και άλλοι που έχουν υποστεί τα ίδια και χειρότερα, όμως δεν πείραξαν άνθρωπο. Θα έπρεπε η Δικαιοσύνη να είναι λίγο πιο χαλαρή σε αυτές τις διαδικασίες. Να μπαίνει και ένας ψυχίατρος στην εξέταση. Και μετά να μας λέει τι άνθρωπο έχουμε μπροστά μας. Αλλωστε πάντα αυτή δεν είναι η απορία μας; «Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι;». Ρωτάμε και ποτέ δεν παίρνουμε απάντηση.
Ο δικός μας άνθρωπος, πάντως, μπορεί να καταλάβει πολλά και από τη στάση του σώματος, από τον τρόπο που ο κατηγορούμενος μπαίνει στο κτίριο. Ο Πολωνός, για παράδειγμα, είχε απλώς κατεβασμένο το κεφάλι. Η μητέρα του νεκρού αγοριού ήταν διπλωμένη στα δύο, δεν κατάφερε καν να φωτογραφίσει το πρόσωπό της. Γενικά, όμως, όσο πιο βαρύ είναι το έγκλημα, τόσο μεγαλύτερη κλίση παίρνει το κορμί. Κουβαλάει κανένας τους τύψεις; Αγνωστο. Ολα φαίνονται στη φωτογραφία, η λύπη, η οργή, η κόπωση, η απελπισία. Οι τύψεις δεν φαίνονται. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που περπατούν με ψηλά το κεφάλι, ευθυτενείς, υποκριτικά αξιοπρεπείς, ενίοτε και με ένα ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Χωρίς καν κουκούλα ή ένα πανωφόρι πάνω στις χειροπέδες -αλήθεια, γιατί κάποιοι θέλουν να κρύβουν τις χειροπέδες; Λίγοι μιλάνε. Συνήθως αυτοί που κατηγορούνται για βιασμό, φωνάζουν ότι είναι αθώοι. Είναι και αυτοί που δεν αξίζει καν να τους φωτογραφίσεις. Κλεφτρόνια της κακιάς ώρας, τοξικοεξαρτημένοι για λύπηση, κάτι κουφάρια που τους έμεινε μόνο μία καρδιά να χτυπάει μέσα τους. Τους χαζεύει, βέβαια, αλλά δεν σηκώνει κινητό. Αυτοί είναι ήδη κιμάς, ο δικός μας ψάχνει τα φιλέτα. Δεν έχει παράπονο. Τον τελευταίο καιρό βλέπει τόσα πολλά στην Ευελπίδων, που σχεδόν αισθάνεται γεύση αίματος στον ουρανίσκο του. Τόσες χιλιάδες χρόνια πολιτισμού και όμως οι άνθρωποι συνεχίζουν να κάνουν άγρια εγκλήματα. Αναρωτιέται αν το έγκλημα είναι ένας ισχυρός δεσμός με την αρχική φύση μας. Τα απογεύματα, επιστρέφοντας στο σπίτι, σκέφτεται ότι ακόμα και το έγκλημα έχει αντιγράψει τα ακραία σημεία των καιρών. Κάποτε οι φονιάδες ήταν σκοτεινοί, οι παιδεραστές κάτι βρωμεροί με έκφυλες φάτσες και οι βιαστές καθάρματα που πουλούσαν αντριλίκι. Τώρα λες και είναι όλοι τους έτοιμοι για τηλεόραση. Mπαίνει στο σπίτι, βγάζει τα παπούτσια, πέφτει στον καναπέ, ανοίγει την τηλεόραση να δει δελτία και παίρνει το κινητό στο χέρι. Ξαναβλέπει τις φωτογραφίες, μέχρι να παίξει το ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Και αναρωτιέται τι θα μπορούσε να είναι αν πρωταγωνιστούσε σε μία ιστορία φρίκης. Ο θύτης ή το θύμα;