Μία γυναίκα λίγο πριν κλείσει το μανάβικο της, πετυχαίνει στο ζάπινγκ την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη και ακούει αποσπάσματα όσο τακτοποιεί τα ψυγεία
Η Αρμπέν κρέμασε και τις τελευταίες μπανάνες στο τσιγκέλι και είπε να κάνει ένα τσιγάρο πριν αδειάσει το ταμείο και κλείσει το μανάβικο. Κάθισε στην παλιά καρέκλα γραφείου πίσω από την ταμειακή μηχανή, ρούφηξε μία γουλιά φρέντο και άναψε το τελευταίο του πακέτου. Γύρισε προς την τηλεόραση που είναι μονίμως ανοιχτή, διαγώνια απέναντί της. Ζάπινγκ. Στο τρίτο πάτημα είδε στην οθόνη ότι η Ελλάδα Αλλάζει. Και μετά τον Μητσοτάκη όρθιο να μιλάει. Ανέβασε την ένταση και σταύρωσε τα πόδια. Έξω από το μαγαζί ο άνδρας της μάζευε τελάρα και σκέπαζε τα καρπούζια με μουσαμά. Σε λίγο θα έκλειναν. Πήρε μία βαθιά τζούρα και έστειλε τον καπνό προς το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, κάτι που βρήκε χαριτωμένο.
Η Αρμπέν και ο Βίκτωρ, ο άνδρας της, ήρθαν στη Λάρισα το 1991. Από τα Τίρανα. Στην αρχή εκείνη καθάριζε σπίτια και ο Βίκτωρ έκανε χαμαλοδουλειές του ποδαριού, τότε που το «Αλβανός» ήταν ακόμα επάγγελμα. Κόλλησε τα πρώτα του ελληνικά ένσημα στην οικοδομή, μετά βρήκε καλύτερο μεροκάματο στη λαχαναγορά και αργότερα ήρθε το μανάβικο. Πρώτα υπάλληλος και μετά αφεντικό. Με έναν και μοναδικό εργαζόμενο, εκτός από τον ίδιο. Τη γυναίκα του. Πήραν και την υπηκοότητα. Η Αρμπέν έχει να βγει από το μανάβικο εδώ και 25 χρόνια. Το σπίτι είναι δίπλα. Μόνο τον Αύγουστο πάει είκοσι μέρες στο χωριό του άνδρα της, στην Αλβανία. Τις μετράει με την ώρα, όσο φροντίζει την πεθερά της. Εικοσιπέντε χρόνια μέσα στο μανάβικο. Σε μία κάψουλα αδιαπέραστη από τον χρόνο, αιωρούμενη πάνω από το έδαφος για να μη γυρίζει μαζί με τη Γη. Έξω από το μανάβικο αλλάζουν όλα. Μέσα στο μανάβικο αλλάζει μόνο το πρόσωπο της Αρμπέν στον καθρέφτη. «Η Ελλάδα αλλάζει» επανέλαβε ο Μητσοτάκης. Όχι όλη. Αν ήξερε για το μανάβικο, θα το άφηνε απέξω.
Έσβησε το τσιγάρο όταν ο Μητσοτάκης ανακοίνωνε μέτρα ύψους 3 δισ. terrabytes. Για τους νέους. Η Αρμπέν δεν θυμάται πώς είναι να είσαι νέος. Ενδεχομένως η ίδια να μην υπήρξε ποτέ, έτσι λέει τουλάχιστον. Όταν διαγνώστηκε με κατάθλιψη δεν κατάλαβε τι ακριβώς της είπαν. Μάλλον κατάλαβε, αλλά ντρεπόταν. Και ακολούθησε τη θεραπεία που της σύστησε ο άνδρας της. Έμεινε δέκα μέρες στο σπίτι καπνίζοντας φούντα όλη μέρα. Καλή, από το χωριό. Και μετά συνήλθε, δεν αισθανόταν τίποτα. Από τότε έτσι είναι. Μια χαρά. Τη στιγμή που κατέβαζε την τέντα μπροστά από το ψυγείο με τα ζαρζαβατικά, άκουσε για την αφορολόγητη γονική παροχή. Έχουν ένα γιο που σπουδάζει στην Ολλανδία. Θα μπορούσαν να του μεταβιβάζουν το μανάβικο, αυτό που θέλει ο άνδρας της, για να τον έχουν δίπλα τους. Η Αρμπέν διαφωνεί. Και λέει ότι, μερικές φορές, η καλύτερη γονική παροχή προς το παιδί είναι να μην του δώσεις απολύτως τίποτα δικό σου. Ζούληξε τα αβοκάντο. Δεν είναι ακόμα έτοιμα, θα μείνουν εκτός ψυγείου. Τα αβοκάντο ξεπουλάνε, φεύγουν πια λες και είναι ντομάτες. Και το τζίντζερ. Και το φινόκιο. Καλά το λέει ο Μητσοτάκης. Η Ελλάδα αλλάζει.
Στον πάγκο του μανάβικου οι σταθεροί πελάτες αφήνουν φρέσκα λαχανικά, ώριμα φρούτα και μαραμένα χρόνια. Τα μάτια της Αρμπέν είναι άλμπουμ ζωής των πελατών της. Μερικούς τους γνώρισε νέους και τώρα τους βλέπει μεσήλικες και βάλε. Κάποτε κάποιοι άνδρες πελάτες την κοιτούσαν με υποδόρια λαγνεία, με υπονοούμενα πόθου. Τώρα τα μάτια τους είναι σαν γερασμένου σκύλου. Είδε τις πελάτισσες της να μεγαλώνουν, να κάνουν παιδιά, να στρογγυλεύουν, να κόβουν τα μαλλιά τους και να φοράνε φούστες. Να γεμίζουν το καλάθι για το οικογενειακό τραπέζι και μετά, όταν τα παιδιά φεύγουν, να μεταφέρουν εκεί το κενό από τη ζωή τους. Ο Μητσοτάκης ακόμα λέει για τους νέους. Θα τους κολλήσει το πρώτο τους ένσημο. Η αίθουσα τον χειροκροτάει. Αυτός πίνει μια γουλιά νερό. Η Αρμπέν σκέφτηκε ότι οι πολιτικοί μιλούν συνήθως για τους νέους και για τους γέρους. Οι ενδιάμεσοι είναι λες και δεν υπάρχουν. Οι νέοι έχουν όνειρα και οι γέροι συντάξεις. Οι υπόλοιποι ας βολευτούν με μία έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ.
Έσβησε τα φώτα, βοήθησε τον Βίκτωρα να κατεβάσει τα στόρια, κλείδωσαν τα λουκέτα και ξεκίνησαν για το σπίτι. Σαββατόβραδο. Την Κυριακή ανοίγουν μόνο για λίγες ώρες το πρωί. Φεύγοντας γύρισε και κοίταξε πίσω, στο μαγαζί. Είδε ένα φως. Η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή. Ο Μητσοτάκης έλεγε για την Ελλάδα που αλλάζει και το φως της οθόνης έπεφτε επάνω σε ένα τελάρο με λάχανα.