Φέτος οι λογιστές το κάνουν όπως οι γιατροί: προσπαθούν να σου πουν το ποσό της εκκαθάρισης με τρόπο. «Αν οδηγείς, σε παρακαλώ κάνε λίγο στο πλάι και σταμάτα». Η δική μου λογίστρια απλώς δεν μίλησε. Εστρεψε την οθόνη της προς το μέρος μου. Είπα από τα λόγια που δεν τα λες μπροστά σε κυρία, εκτός και αν είστε σε πολύ προσωπικές στιγμές.
Βέβαια ο γιατρός αφήνει πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό για να μπει η ελπίδα. Ο λογιστής είναι πιο σκληρός. Αν ο γιατρός σου ζητήσει να προσευχηθείς, ο λογιστής θα σου πει να κόψεις τον λαιμό σου και να βρεις τα λεφτά. Ελα όμως που ο λαιμός σου είναι γεμάτος χαρακιές. Εν προκειμένω δε, είναι πιο πιθανό να σε ακούσει το σύμπαν, παρά να γλιτώσεις την κατάσχεση. Η βαρύτητα και οι φόροι είναι οι ισχυρότερες σταθερές αυτού του κόσμου. Φοβάμαι και όποιου άλλου.
Ο Γιώργος ο Κυρίτσης είχε πει ότι θα στείλουν τον λογαριασμό στους «Μένουμε Ευρώπη». Και εγώ στη θέση του, αν έπαιρνα τη μισθάρα και βόλευα τους κολλητούς μου, μπορεί να έλεγα τα ίδια και πιο χαριτωμένα. Ομως, μισό λεπτό. Μην ήρθε η ώρα να πληρώσω την αμαρτία μου που ήθελα να μείνουμε Ευρώπη; Μπα, όχι. Ο τύπος που έχει την κάβα δίπλα στο σπίτι μου ψήφισε δύο φορές ΣΥΡΙΖΑ, αγωνίστηκε υπέρ του «Οχι» στο δημοψήφισμα και τώρα σκέφτεται να πιει όλο το εμπόρευμα μήπως και κρατήσει το κεφάλι του μακριά από τον τοίχο. Μήπως φταίει που στήριζα όλα αυτά τα χρόνια εκείνους που οδήγησαν τη χώρα στα καλύτερα 40 χρόνια της ιστορίας της και στο τέλος στα μνημόνια; Δεν ξέρω, εδώ επικρατεί σύγχυση, αφού ταυτοχρόνως στήριζα, όπως και ο Γιώργος ο Κυρίτσης, όλα τα αιτήματα της Αριστεράς για μεγαλύτερους μισθούς, προσλήψεις και συντάξεις από τη μέση ηλικία. Τέλος πάντων, μετά από ώριμη σκέψη κατάλαβα ότι το θέμα δεν είναι προσωπικό, δεν έχει να κάνει με μένα. Ωστόσο ο φόρος είναι όλος δικός μου.
Γυρίζοντας πίσω, στο 2016, μέσα από την εκκαθάριση της Εφορίας, διαπίστωσα ότι έχω ήδη πληρώσει σε φόρους ένα ποσό το οποίο θα μου επέτρεπε να ζήσω μία δεύτερη, πολύ πιο συγκρατημένη ζωή, μέσα στην ίδια χρονιά. Κοινώς μόνο με αυτά που πλήρωσα σε φόρους μπορούσα να βγάλω τη χρονιά. Στερημένα, αλλά θα επιβίωνα. Μία δεύτερη ζωή; Δυστυχώς όχι. Η ζωή είναι μία. Και ορίζεται από την Εφορία, τον ΕΝΦΙΑ, τον ΕΦΚΑ. Τα τελευταία χρόνια διαθέτεις προς το ευρύτερο κράτος, περισσότερα από όσα διαθέτεις στην οικογένειά σου. Και αυτό σε εξοργίζει, ειδικά όταν έχεις παιδιά.
Αλλά αφήστε με εμένα να πάω στο διάολο, ένα συστημικό γουρούνι, μούχλα στο ροκφόρ της διαπλοκής. Πάρτε έναν μικρό ελεύθερο επαγγελματία που δεν είχε τη δυνατότητα να φοροδιαφύγει προκειμένου να κερδίσει την επιβίωσή του. Το ποσό που πληρώνει φέτος, απλώς δεν αντιμετωπίζεται. Οποιος έχει εισόδημα μεγαλύτερο των 32.000 ευρώ, οι φόροι και οι εισφορές θα του πάρουν περίπου το 30%. Και όσο αυξάνεται το εισόδημα, τόσο μεγαλώνει και ο φορολογικός συντελεστής, με τάση να μοιράζεσαι όσα βγάζεις με το κράτος. Αν τώρα προσθέσεις και τον ΕΦΚΑ, σε πιάνει εκείνο το σαρκαστικό, δυνατό γέλιο της απελπισίας. Και αν έχεις και ΕΝΦΙΑ…
Από ένα σημείο και μετά ζεις για να πληρώνεις ή ορίζεις τη ζωή σου με βάση το ημερολόγιο των υποχρεώσεών σου. Τελειώνει η μία δέσμη δόσεων και αρχίζει άλλη, της επόμενης χρονιάς. Δεν ξέρω πως γίνεται να πεθάνεις και να μη χρωστάς. Ομως για όλο και περισσότερους ανθρώπους έρχεται πλέον μία στιγμή που αντιλαμβάνονται ότι δεν αξίζει τον κόπο, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να δουλεύεις πάνω από κάποιο όριο. Διότι ξέρεις πως τα επιπλέον που θα προσφέρεις στο κράτος, δε θα έχουν ανταποδοτική ισχύ. Ούτε τα παιδιά σου θα μπουν σε καλύτερες τάξεις, ούτε εσύ σε καλύτερο θάλαμο στο νοσοκομείο.
Σκέφτεσαι ότι δεν πληρώνεις μόνο το χρέος της χώρας, αλλά και το ταξικό τους νταραβέρι, που θα έλεγε ο Κυρίτσης, τους Καρανίκες και πρωτίστως την αδυναμία τους να περιορίσουν τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο -λίγο ως πολύ τα ίδια πληρώνεις εδώ και χρόνια, απλώς τώρα ανέβηκε ο λογαριασμός. Και αν θυμώσεις, θα βγει κάποιος να σου κουνήσει το δάχτυλο. Ξέρω πλέον πολλούς που τους πήρε και τους σήκωσε. Μερικούς δε, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ενας από αυτούς, πρώην καταστηματάρχης, μου έλεγε ότι τώρα βλέπει με άλλο μάτι τις γεμάτες ταβέρνες. «Ημουν και εγώ εκεί μέχρι που με έδειξε ένα τεράστιο δάχτυλο και ακούστηκε μία φωνή που έλεγε, «εσύ μαλάκα, θα πληρώνεις»».