Από το μπαλκόνι μου τα βράδια βλέπω το νέφος της αιθαλομίχλης να πνίγει το φως του φεγγαριού. Μετά βγαίνω για ποδήλατο, να πάρω τον αέρα μου. Ομως παίρνω και λίγη ελιά, αρκετή οξιά και πεύκο που κάνει και καλή φλόγα. Πιθανότατα εισπνέω και το προϊόν καύσης άλλων πραγμάτων που δεν θέλω να ξέρω. Σκέφτομαι συχνά ότι εκείνο το Overlay της παλιάς διαφήμισης, δεν το έχω μόνο στη μνήμη, το έχω και στα πνευμόνια μου. Η αρμόδια υπηρεσία εκδίδει, βέβαια, προειδοποιητικές ανακοινώσεις, απευθύνει εκκλήσεις ώστε τα τζάκια να μείνουν σβηστά. Κανένας δεν δίνει σημασία. Αν εσείς γνωρίζετε άνθρωπο που έσβησε το τζάκι του για να μην επιβαρύνει την ατμόσφαιρα, σημειώστε το στα σχόλια, μπορεί να τον τιμήσει η Ακαδημία Αθηνών.
Το συλλογικό άλλοθι λέει ότι η οικονομική καχεξία που έφερε η κρίση, μας υποχρεώνει να μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι, να ακούμε τα παραμύθια της γιαγιάς και να τρώμε τη σύνταξη της. Στο χωριό πιθανότατα ισχύει κάτι τέτοιο. Εκεί η πρόσβαση στα καυσόξυλα είναι φθηνότερη. Για την πόλη το συζητάμε. Επίσης το τζάκι είναι το μέσο με τη μεγαλύτερη απώλεια θερμικής ενέργειας. Ζεσταίνεσαι μπροστά του, αλλά αν αλλάξεις δωμάτιο, αλλάζεις και κλίμα. Τέλος πάντων, άνθρωπος που γνωρίζει τη σχετική αγορά μου εξηγεί ότι δεν υπάρχει ένας γενικός κανόνας που να διέπει την καταναλωτική συμπεριφορά όσων ζεσταίνονται με τζάκι. Στην περίπτωση όμως, των βορείων προαστίων πρωτευούσης, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που την έχουν πατήσει. Δεν αγοράζουν πετρέλαιο για οικονομία, τη μέρα καίνε αερόθερμα, το βράδυ τζάκι και ο λογαριασμός έρχεται μεγαλύτερος. Ομως όπως και να έχουν τα πράγματα, το περιβάλλον είναι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει. Για την ακρίβεια δεν τους καίγεται καρφάκι. Μόνο ένα παλιό τραπεζάκι.
Η κρίση, τα μνημόνια και το «εδώ που μας φέρανε» συνθέτουν την κυρίαρχη δικαιολογία χιλιάδων οδηγών που αρνούντο να περάσουν από ΚΤΕΟ το αυτοκίνητό τους. Αυτή τη στιγμή στους ελληνικούς δρόμους κινούνται περισσότερα από 2.5 εκατ. ανέλεγκτα οχήματα. Ο έλεγχος τους αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση. Εννοείται ότι οι δανειστές υπολογίζουν το παράβολο που θα εισπράξει το κράτος, όμως, ως σχήμα είναι σουρεαλιστικό. Αν δεν υπήρχε το μνημόνιο, το κράτος δεν θα λάμβανε κανένα μέτρο απέναντι σε όσους κυκλοφορούν καβάλα σε φονικά όπλα. Στο τέλος, το δόλωμα για να προσέλθουν στα ΚΤΕΟ ήταν τα πρόστιμα. Πόσοι πήγαν; Περίπου το 30% των υπόχρεων. Λεπτομέρεια: οι περισσότεροι δεν έχουν περάσει ποτέ το όχημα τους από ΚΤΕΟ. Αποκαλύφθηκαν περιπτώσεις οχημάτων που κυκλοφορούσαν έτσι για πάνω από είκοσι χρόνια. Ναι, δεν υπήρχε έλεγχος. Για ποιο λόγο; Διότι η κοινωνία δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να κάνει κάτι για ασφαλή αυτοκίνηση. Παράλληλα τα ΚΤΕΟ συνδέθηκαν με άλλη μία εκδοχή κρατικής διαφθοράς. Με ένα χαρτζιλίκι περνούσες. Γύρω μας «σφυρίζουν» εκατομμύρια αυτοκίνητα που, ακόμα και αν σε χτυπήσουν επειδή δεν έχουν λάστιχα, δεν θα υπάρχει τρόπος να αποζημιωθείς επειδή είναι ανασφάλιστα. Το πολύ κάποιος να σου πει να στείλεις τον λογαριασμό στον Τόμσεν.
Να με συγχωρείτε, αλλά δεν φταίει η κρίση. Η κρίση νομιμοποίησε, κοινωνικά, συμπεριφορές ανευθυνότητας που προσβάλλουν την έννοια του συλλογικού συμφέροντος υπέρ του, αμφιλεγόμενου, ατομικού. Οπως απελευθερώθηκαν τα ταπεινότερα των ενστίκτων μας στη δημόσια ζωή, έτσι έγιναν αποδεκτές πρακτικές κοινωνικής εγκληματικής αδιαφορίας. Είναι, περίπου, το ίδιο με αυτό που έγινε με τα «κόκκινα δάνεια». Πίσω από τον άνεργο που δεν μπορεί να πληρώσει το στεγαστικό του, πήγε και οχυρώθηκε το λαμόγιο που δηλώνει άπορος επειδή φοροδιαφεύγει. Ο άλλος καίει την καρέκλα με το βερνίκι στο τζάκι επειδή, απλώς, για τον ίδιο, πατρίδα είναι το σπίτι του και τίποτα έξω από αυτό. Πάντα έτσι ήταν, τώρα όμως δηλώνεται με σαφήνεια. Δεν περνάει ΚΤΕΟ το αυτοκίνητο, ενώ μπορεί, αφού μαζί το «ωχ αδερφέ» έρχεται πλέον και εκείνη η λυτρωτική κατάπτωση των πάντων που νομίζεις ότι σε απενοχοποιεί. Και το χειρότερο είναι ότι όλο αυτό το παίρνουμε και το συσκευάζουμε ως εθνική αρετή. Δήθεν πνεύμα ατίθασο, γοητευτικά τυχοδιωτικό, φτιαγμένο από αρμύρα και ήλιο. Βλακείες.