Ένα από τα προνόμια των σπουδαίων συγγραφέων βρίσκεται στη σχέση τους με τον χρόνο. Δεν είναι μόνο η τέχνη που τους χορηγεί τη μνήμη, το ευγενέστερο υποκατάστατο της αθανασίας. Είναι η συνύπαρξη διαφορετικών προσώπων μέσα στην ίδια στιγμή-πάνω στο ίδιο ράφι. Ένας συγγραφέας μπορεί να έχει ωριμάσει, αλλά σε σένα να συστηθεί νέος. Εξαρτάται σε ποιο βιβλίο η τύχη και το ένστικτο θα οδηγήσουν πρώτα το χέρι σου. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες κινούμαι επάνω στη χρονική γραμμή που σχηματίζει το συγγραφικό έργο του Ισίδωρου Ζουργού. Ξεκίνησα από την τελευταία άκρη, τις «Σκηνές από τον Βίο του Ματίας Αλμοσίνο», πήγα τρία χρόνια πίσω στα «Ανεμώλια», οπισθοχώρησα κι άλλο για την «Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού», έκανα δύο βήματα μπροστά στη «Σκιά της Πεταλούδας» και να τώρα δίπλα μου «Η Αηδονόπιτα», με το εξώφυλλο να έχει γείρει, αποκαλύπτοντας πόσο αμήχανος είναι ο Ζουργός με τον φακό. Εξ όσων έχω αντιληφθεί, «Η Αηδονόπιτα» πρέπει να είναι το έργο που ο συγγραφέας αγαπάει περισσότερο, όσο και αν είναι δύσκολο για έναν πατέρα να ξεχωρίσει τα παιδιά του. Πιστεύω δε, ότι στον «Αλμοσίνο» κατά κάποιον τρόπο αναμετράται με την «Αηδονόπιτα». Δεν μπορώ να το αποδείξω και δεν είναι του παρόντος.
«Η Αηδονόπιτα» διηγείται την ιστορία ενός νεαρού Αμερικανού φιλέλληνα που φτάνει στην Ελλάδα τα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Έρχεται για τη λευτεριά, αλλά σκλαβώνεται από τον έρωτα. Ψάχνει το όνειρο, αλλά οδοιπορεί με τον εφιάλτη. Κυνηγάει την αλήθεια, αλλά μαθαίνει ότι δεν υπάρχει μία. Είναι μία συναρπαστική περιήγηση από τη Βοστόνη στη Μεσόγειο, στο ελληνικό αρχιπέλαγος, στη Θεσσαλονίκη, τη Ρούμελη, το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Αν θέλεις να βάλεις έναν εύκολο υπότιτλο το «Έρωτας και Επανάσταση» σε καλύπτει, αλλά αδικεί το περιεχόμενο. Άλλωστε ο Ζουργός πάντα μεταχειρίζεται τον έρωτα προσεκτικά, ως αφορμή. Εδώ, όμως, του προκύπτει και ως προορισμός. Όσο αιώνιος είναι ο έρωτας, τόσο διαχρονικά βασανιστικές παραμένουν οι έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. «Η Αηδονόπιτα» καλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω σε αυτές, να προβάλλει, ίσως, τη δική του εκδοχή. Είναι στιγμές που αισθάνεσαι ότι, να, δύο εικόνες αλλάζεις και η σκηνή παίρνει σημερινή χρονολογία. Μέτρησα τρεις-τέσσερις εκδοχές πάνω στην έννοια της ελευθερίας. Με όλες συμφώνησα, αλλά δυστυχώς στη ζωή πρέπει να απορρίψεις κάποιες. Αν θέλετε, λοιπόν, μπορείτε να διαβάσετε την «Αηδονόπιτα» ως ένα δραματοποιημένο δοκίμιο πάνω στις αρετές και στις παθογένειες του γένους έτσι όπως αποτυπώθηκαν στην ιστορική εξέλιξη. Η προσέγγιση του Ζουργού είναι δίκαιη. Όμως «Η Αηδονόπιτα» θα κερδίσει τους χρόνους της χάρη στη γλώσσα της.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε μόλις τρία χρόνια μετά τη «Σκιά της Πεταλούδας», αλλά, όπως λέει και η πωλήτρια στο βιβλιοπωλείο, ουσιαστικά μας παρουσιάζει έναν νέο συγγραφέα. Στην «Αηδονόπιτα» ο Ζουργός μας δείχνει, με περισσότερο θάρρος, την επιρροή από το ομηρικό ύφος, κάτι που αποκαλύπτει πλήρως στα «Ανεμώλια». Βάζει τις λέξεις του σαν πέτρες μέσα σε ορμητικό ποτάμι. Ένα λάθος βήμα και έχεις πέσει, μπορεί να ξεφύγεις ακόμα και πέρα από τα όρια του γλαφυρού. Η γραφή του Ζουργού σπέρνει μικρά ποιήματα εδώ και εκεί. Στην «Αηδονόπιτα» κάνει και κάτι ακόμα: αναπαριστά τον γλωσσικό κώδικα της εποχής. Οι διάλογοι είναι «πραγματικοί», κλείνεις το βιβλίο και ακούς την ηχώ από κουβέντες που έγιναν πριν 200 χρόνια. Μία ανάγνωση δεν φτάνει. Θέλει και δεύτερη, για να ακουμπάς το βιβλίο στο στήθος και να παίρνεις τις λέξεις στην καρδιά σου.
Σκέφτομαι ότι αν είχα το κύρος και την ισχύ θα πρότεινα το βιβλίο αυτό να διδάσκεται στα σχολεία ή, τουλάχιστον, να το μοιράσουν μαζί με τα εκπαιδευτικά. Να διαβάζουν μερικές σελίδες κάθε μέρα, όπως το Ευαγγέλιο στα μοναστήρια, να συζητούν την ιστορία και τι κάναμε με δαύτη, να ανακαλύπτουν τα κρυμμένα φλουριά της γλώσσας. Και εκεί που λέει για έρωτα άσβεστο, ο δάσκαλος να τους εξηγεί ότι παραμύθι είναι αυτό που διαβάζουν.