Το ξημέρωμα της 4ης Ιουνίου 2004 βρήκε το Σίδνεϊ παγωμένο. Ηταν ημέρα Παρασκευή, μία κανονική εργάσιμη στην αρχή του χειμώνα. Το αεροπλάνο με την ολυμπιακή φλόγα της Αθήνας προσγειώθηκε στις 06.00 και δύο ώρες αργότερα η δρομέας Κάθι Φρίμαν άναβε το βωμό μπροστά στο κτίριο της όπερας. Μία ελληνική χορωδία τραγούδησε «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», οι διοργανωτές χάρισαν λίγα λεπτά στη συγκίνηση και η παγκόσμια λαμπαδηδρομία άρχισε στους δρόμους του Σίδνεϊ, της πόλης που είχε οργανώσει τους προηγούμενους Αγώνες, το 2000. Οι δρόμοι είχαν κόσμο και οι εφημερίδες μεγάλους τίτλους.
Από τη μία ήταν η ηλίθια φήμη που ήθελε το Σίδνεϊ να διοργανώνει ξανά τους Αγώνες λόγω αδυναμίας της Αθήνας, αλλά από την άλλη ήταν η διάθεση των ανθρώπων που βρήκαν την ευκαιρία να θυμηθούν τις μέρες του 2000. Καταλάβαινα τι εννοούσαν, είχα καλύψει τους Αγώνες του 2000 για τον Flash. Τέσσερα χρόνια μετά, το Σίδνεϊ θυμόταν τους Αγώνες του. Η Αθήνα τους ξέχασε σε δύο εβδομάδες. Το Σίδνεϊ αποφάσισε να αξιοποιήσει στο έπακρο τη διοργάνωσή του. Η Αθήνα την απαξίωσε πριν καν ανάψει η φλόγα.
Εξι χρόνια μετά την τελετή έναρξης δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτή η πόλη διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ακόμα και αν το δεχθείς, θα τοποθετήσεις το γεγονός πιο πίσω στο χρόνο, εκεί που κάνουν κουμάντο η φθορά και η λήθη. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις δείχνουν πλέον ατάκτως ερριμμένες επάνω στον αστικό χάρτη. Οχι άδικα, ήταν αναπόφευκτο. Οικοδομήθηκαν χωρίς κανένα σχέδιο για την αξιοποίηση τους, χωρίς καμία ουσιαστική μελέτη, χωρίς κάποιος να ρίξει μια ματιά σε αυτά που έκανε η Βαρκελώνη ή το Σίδνεϊ. Ομως γι’ αυτό δεν ευθύνονται οι Αγώνες, δεν φταίει ούτε η ακριβή υλοποίηση τους. Ευθύνονται αυτοί που κλήθηκαν να διαχειριστούν την κληρονομιά τους.
Ως άνθρωπος, λοιπόν, που εργάστηκε δύο χρόνια στη διοργάνωση, θα υποστώ τη μομφή σας περί ιδιοτέλειας, αλλά θα επιμείνω στην άποψη μου: οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν μία πανάκριβη επένδυση που θα μπορούσε να αλλάξει την Ελλάδα, αρκεί να υπήρχε σχέδιο και δημιουργική διάθεση για την αξιοποίηση της ευκαιρίας. Ομως δεν υπήρξε απολύτως τίποτα.
Αν η κυβέρνηση είχε σχεδιάσει επιχειρηματική αξιοποίηση των ολυμπιακών ακινήτων, θα είχαμε ήδη αποσβέσει το κόστος κατασκευής.
Αν είχε υιοθετηθεί σε μόνιμη βάση ο τρόπος λειτουργίας του κράτους, όπως συντονίστηκε στην περίοδο των Αγώνων, τότε το κέρδος στην καθημερινότητα μας θα ήταν μόνιμο.
Αν το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας διατηρούσε έστω ελάχιστα από το λειτουργικό καθεστώς εκείνων των ημερών, η ζωή των κατοίκων θα ήταν καλύτερη.
Αν κάποιος διατηρούσε ζωντανή τη συλλογική μνήμη από τις μέρες των Αγώνων, τότε και η συλλογική διάθεση θα ήταν καλύτερη και περισσότερο δημιουργική.
Αν είχαν αξιοποιηθεί ως έπρεπε οι εθελοντές των Αγώνων, η κοινωνία θα διέθετε ένα σύγχρονο κίνημα εθελοντισμού. Δυστυχώς χρησιμοποιήθηκαν μόνο στη Eurovision.
Απολογισμός; Δεν υπάρχει. Η κληρονομιά των Αγώνων ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τις ελπίδες περί «νέας διακυβέρνησης». Και έχουν περάσει μόλις έξι χρόνια…
*Αφιερώνεται στην Alexandra Βoulat, φωτογράφο της παγκόσμιας λαμπαδηδρομίας που έφυγε νωρίς, σε ηλικία 45 ετών, το 2007… Μερικές από τις καλύτερες φωτογραφίες της Αλεξάνδρας είναι εδώ.