Το είπαν και το έγραψαν όλοι: η Ρίκα ήταν ένας άνθρωπος που ακτινοβουλούσε. Μία ψηλή, εντυπωσιακή γυναίκα, με χαμόγελο που άνοιγε σαν παράθυρο στον ήλιο και μυαλό πιο φωτεινό και από τα μάτια της.
Χαρισματική, ταλαντούχα, με τις αρετές της να ανθίζουν πάνω σε ένα γόνιμο πεδίο κοινωνικής μόρφωσης. Απολάμβανε αναγνωρισιμότητα και αποδοχή. Ήταν περιζήτητη και αγαπητή. Το κέντρο του μικρού σύμπαντος που έστηνε όπου βρισκόταν. Ένα ουράνιο σώμα με τη μεγαλύτερη βαρύτητα από όλα τα άλλα που περιστρέφονταν γύρω της. Όταν ήσουν με την Ρίκα περίμενες μόνο να πάρεις από αυτήν. Αισθανόσουν ότι δεν είχες να της δώσεις κάτι που δεν το έχει, εννοώ μία ιδέα, ένα αστείο, μία ματιά από πλάγια και περίεργα φωτισμένη γωνία.
Ναι, σε αυτά τα λίγα, τα δέκα χρόνια που την γνώριζα προσωπικά, αυτό κατάλαβα. Αλλά δεν είχα σκεφτεί και κάτι διαφορετικό νωρίτερα, όταν την έβλεπα από μακριά ή σε πίξελς σε κάποια οθόνη. Ήταν όλα αυτά η Ρίκα. Και πέθανε στα 56 της. Θα τα άλλαζε όλα αυτά για άλλα 25 χρόνια ζωής; Για σκεφτείτε το: το προσδόκιμο ζωής της μέσης Ελληνίδας ξεπερνάει τα 80 χρόνια. Τι είναι, λοιπόν, πιο ωφέλιμο; Να ζήσεις μία ζωή σαν της Ρίκας, αλλά εκεί, στο σούρουπο της, να πιάσει το ψαλίδι η Άτροπος, η Μοίρα που κόβει το νήμα; Ή να βαδίσεις όσο πιο μακριά γίνεται, τόσο, ώστε και οι Μοίρες να σε ξεχάσουν; Δεν υπάρχει δυστυχώς και