Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί…
(Ο ναυτεργάτης στο μηχανοστάσιο, στο δυσκολότερο σημείο του πλοίου, είναι μαύρος. Προέρχεται από χώρα της Αφρικής, θύμα του σύγχρονου δουλεμπορίου, χωρίς καμία συνδικαλιστική εκπροσώπηση και με ανύπαρκτα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.)
…Οταν απ’ τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε…
(Ο ναυτεργάτης τοποθετείται σε βραδινή βάρδια, υποχρεωμένος να απασχολείται με εξοντωτικό ωράριο στο απάνθρωπο περιβάλλον του μηχανοστασίου. Ισως δουλεύει μόνιμα σε νυχτερινή βάρδια, χωρίς τις προβλεπόμενες από το νόμο μισθολογικές προσαυξήσεις.)
…στην κάμαρά μου ερχόταν γελώντας να με βρει…
(Εμφανής η προσπάθεια παραποίησης των συνθηκών εργασίας. Ποιος εργαζόμενος κάνει νυχτερινή βάρδια σε μηχανοστάσιο και μετά βγαίνει γελώντας;)
…και ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε…
(Εδώ οι ναυτεργάτες, τόσο ο Ελληνας όσο και ο αλλοδαπός, εμφανίζονται εντελώς αποπροσανατολισμένοι με αποτέλεσμα στη συνάντησή τους να μη θέτουν ως θέμα συζήτησης τις άθλιες συνθήκες απασχόλησης και ανασφάλιστης εργασίας.)
Μου ‘λεγε πως καπνίζανε στο Αλγέρι το χασίς και στο Αντεν πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη. Και έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν, όταν η σκόνη με όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
(Ο μαύρος ανασφάλιστος ναυτεργάτης αναγκάζεται να καταφύγει στον ολέθριο κόσμο των ουσιών προκειμένου να αντιμετωπίσει το άγχος της επιβίωσης.)
Μου’ λεγε ακόμα πως είδε αυτός μία νύχτα που είχε πιει, πως πάνω σε άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης. Και πίσω Θεέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά, σαν πάμε στο Αντεν μου έλεγε και εσύ θα δοκιμάσεις…
(Ο Αφρικανός ναυτεργάτης δεν κρύβει την ανάγκη για φυγή από το άθλιο εργασιακό περιβάλλον, αποδεχόμενος ακόμα και να ταξιδέψει με άλογο μέσα στη θάλασσα. Μέσα δε στο παραλήρημά του βλέπει τις δυνάμεις καταστολής ως γοργόνες με φτερά που τρέχουν πίσω του.)
Μες’ στο τεράστιο σώμα του είχε μία αθώα καρδιά. Κάποια βραδιά μέσα στο μπαρ, Ρετζίντα στη Μαρσίλια…
(Αλλος ένας σαφής υπαινιγμός για τη χρήση αλκοόλ από ναυτεργάτες που εργάζονται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.)
…για να γλιτώσει εμένα από έναν Ισπανό, έφαγε αυτός στην κεφαλή μια αδειανή μποτίλια…
(Η αγριότητα του καπιταλισμού και ο κυνισμός της Ευρώπης των εφοπλιστών σε όλο τους το μεγαλείο. Ο ανασφάλιστος μαύρος εργαζόμενος από τον τρίτο κόσμο αναγκάζεται να παρέμβει σε μία διαμάχη μεταξύ δύο ναυτεργατών από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο δε Ισπανός ναυτεργάτης αντιμάχεται τον Ελληνα συνάδελφό του, απαιτώντας την άρση του καποτάζ.)
Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό από τον πυρετό, πέρα στην Απω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει.
(Μια ξεδιάντροπη και θρασύτατη περιγραφή της στάσης που κράτησε ο εφοπλιστής όταν ο ανασφάλιστος εργαζόμενος αρρώστησε και δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να προσφέρει τη φθηνή εργατική του δύναμη. Ο ναυτεργάτης εγκαταλείφθηκε στην Απω Ανατολή, πολύ μακριά από τον τόπο καταγωγής του, χωρίς καμία συμπαράσταση και υπό τριτοκοσμικές συνθήκες περίθαλψης.)
Θεέ των μαύρων τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και δώσε του εκεί που βρίσκεται λίγη από την άσπρη σκόνη.
(Ο μαύρος ναυτεργάτης πέθανε. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στους λόγους που τον οδήγησαν στην εξάντληση και τελικά στον θάνατο. Γίνεται επίκληση στο θείο, το οποίο μάλιστα καλείται να συγχωρέσει έναν εργαζόμενο. Για ποιο λόγο άραγε; Επειδή εργάστηκε μέχρι θανάτου ανασφάλιστος, χωρίς ιατρική περίθαλψη και συνδικαλιστικά δικαιώματα; Είναι δυνατόν να ζητεί συγχώρεση ο εργαζόμενος και όχι ο εργοδότης του;)