Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού ένα καλό λείψανο εξασφάλιζε μία ισχυρή γνωριμία στον Παράδεισο. Ας το δούμε κυνικά: εκκλησιές ολόκληρες στήθηκαν πάνω στα αποφάγια του λιονταριού. Χιλιόχρονες μονές άνθισαν με λίπασμα ένα δάχτυλο, μία κνήμη. Ένα κρανίο δε, ήταν-και είναι-αρκετά μεγάλο για να κουβαλήσει τις προσευχές και να ακούσει τις αμαρτίες χιλιάδων ανθρώπων. Ένα λείψανο μπορεί να σου πει τα πάντα, επειδή, πολύ απλά, δεν μπορεί να μιλήσει.
Σκέφτομαι συχνά το Πολυτεχνείο ως λείψανο. Είναι εκεί, να το προσκυνήσεις. Ιερό, κοντά στο θείο. Απαιτεί πίστη σε αξίες επίκαιρες και δογματικά ισχυρές. Έχει τελετουργικό. Τραγούδια-ύμνους και συνθήματα-προσευχές. Δικαιολογεί μάχες και αναθέματα. Συγχωρεί εξ ονόματος του αγώνα του. Δίνει λόγο σε ιεράρχες-ηγέτες και χώρο σε αιρέσεις και δόγματα. Αλλά δεν είναι κάτι ζωντανό.
Σαράντα χρόνια μετά, νομίζω ότι οι εξεγέρσεις δικαιώνονται όχι όταν πραγματώνονται τα συνθήματά τους, αλλά και όταν ο χρόνος τις αφήνει πίσω. Δεν υπάρχει εποχή που το «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» ακούγεται χωρίς περιεχόμενο. Η διαχρονικότητά του αποτελεί ελατήριο κοινωνικής προόδου. Το θέμα μου δεν είναι τα συνθήματα, ούτε η μνήμη. Είναι η διαχείρισή τους με ιδιοτέλεια και κοινή κομματική μιζέρια. Η σπέκουλα από ηγεσίες με προνομιακή πρόσβαση σε σύμβολα και μνήμη. Άνθρωποι πέθαναν εκεί μέσα και έγινε η μνήμη τους ζυμάρι για παντεσπάνι. Η επιμονή στις ίδιες εικόνες, στα ίδια τραγούδια, στα αμετακίνητα κλισέ. Δεν είναι ο σεβασμός που τα επιβάλλει. Είναι κυρίως η ανάγκη για περιχαράκωση. Και μετά η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία αντί για τη Βουλή και την Ευελπίδων-θα ήταν, βλέπεις, διχαστικό και, εκτός των άλλων, θα έπληττε την εθνική μας αθωότητα. Ναι, γαμώτο, είναι όλα συγκλονιστικά. Όμως ο κόσμος αλλάζει. Ενίοτε γίνονται και εξεγέρσεις για αυτό.