Ένα δευτερόλεπτο φτάνει. Και πολύ λέω. Μερικά χιλιοστά του είναι αρκετά. Μετά μπορείς να αρχίσεις ένα ταξίδι στην αιωνιότητα, ξεκινώντας από το νεκροτομείο ή να ξοδέψεις τα χρόνια που σου μένουν κρατώντας τα κομμάτια σου μη σκορπίσουν. Κυριακή μεσημέρι. Αμέριμνος, χαλαρός. Ακούω πολιτική ανάλυση στο ραδιόφωνο. Το STOP ήταν πίσω από ένα πλάτανο. Ο δρόμος άγνωστος. Μπήκα στη διασταύρωση αμέριμνος. Και καρφώθηκα πάνω σε μία Μερσεντές. Αν είχα μπει χιλιοστά του δευτερολέπτου νωρίτερα, η Μερσεντές θα σταματούσε πάνω στο σώμα μου. Εναλλακτικά, μπορεί να βρισκόμουν στη θέση του οδηγού της Μερσεντές, όχι με τον τρόπο που θα ήθελα. Αυτό το σκέφτηκα μετά. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τίποτα. Είδα, απλώς, μία σκηνή σε fast forward μπροστά στα μάτια μου. Δεν είδα τη Μερσεντές. Είδα μία μαύρη κουρτίνα.
Είμαι καλά επειδή φορούσα ζώνη, άνοιξε ο αερόσακος και το αυτοκίνητο συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά. Ευτυχώς μια χαρά ήταν και ο Δημήτρης, ο άλλος πρωταγωνιστής του δράματος, το αθώο θύμα της επιπολαιότητας μου. Μείναμε να κοιταζόμαστε πάνω σε μία μικρή θάλασσα από λάδια. Η κόρνα του αυτοκινήτου μου είχε κολλήσει. Κάτι σαν καπνός έβγαινε από τους αερόσακους. Γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια και είπαν ότι συνέχεια γίνονται δυστυχήματα εκεί, έχουν σκοτωθεί άνθρωποι. «Γάμησε τα σίδερα είναι, μη δίνεις σημασία» μου είπε ο Δημήτρης. Εκείνος ζαλιζόταν. Εγώ ήθελα να κάνω εμετό. Τώρα που γράφω αυτό έχουν περάσει πέντε ώρες. Και έχω θέματα με την υπαρξιακή μου ηθική. Πρέπει να είμαι δυστυχής που συνέβη ή ευτυχής που δεν έπαθα τίποτα; Αν είχα μπει στο αυτοκίνητο ένα λεπτό αργότερα, ή νωρίτερα, πώς θα ήμουν τώρα; Είναι τελικά η ζωή μας θέμα χιλιοστών του δευτερολέπτου; Ναι φυσικά και είναι. Είναι ένα μάρμαρο που φεύγει από το μπαλκόνι και σκάει στο κεφάλι σου ή στο πεζοδρόμιο δίπλα. Και όλα αυτά είναι τυχαία. Ας κοστίζουν ή ας σώζουν ζωές. Δεν έχει σημασία. Δεν χάλασε και ο κόσμος. Έχουμε υπερτιμήσει τις ζωές μας.
Υποθέτω ότι ανάμεσα μας υπάρχουν αρκετοί με πολύ πιο σοβαρές εμπειρίες που τώρα χαμογελούν και σκάνε με τη ροζ φούσκα μου. Περιέργως δεν φοβάμαι να οδηγήσω. Το μόνο που με φοβίζει είναι ότι δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Να οδηγείτε, λοιπόν, όσο πιο καλά αυτοκίνητα μπορείτε. Πάντα με ζώνη. Και σιγά, σιγά. Ας είναι.
Είναι σίγουρα τυχαίο, αλλά τη στιγμή της σύγκρουσης ο εκφωνητής στο ραδιόφωνο έλεγε για την αμεσότητα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη και το θετικό αντίκτυπο που έχει προς το εκλογικό σώμα. Θεωρητικά χάνει έναντι του Τσίπρα που, ως εθνικός κανακάρης, πουλάει το καινούργιο, κρατώντας το σφουγγάρι για να σβήνει το παλιό. Όμως αυτό δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν ψηφοφόροι που στο πρόσωπο του Μεϊμαράκη βλέπουν τον νοικοκύρη που θα συμμαζέψει το χάος. Σε άλλους θυμίζει καφετζή. Όπως και αν τον δεις, είναι μία φυσιογνωμία που τυπώνεται και σε καρικατούρα. Και ξέρετε τι σκέφτομαι; Ότι με εξαίρεση τον Σημίτη, που έδειχνε ένας κανονικός άνθρωπος που στις γιορτές παίρνει γλυκά και πάει επισκέψεις, συνήθως οι πρωθυπουργοί μας έχουν κάτι ακραίο επάνω τους. Ο Τσίπρας, ας πούμε, είναι η μετενσάρκωση του Ανδρέα και έχει μετατρέψει σε ελπίδα την πιο χυδαία μορφή του λαϊκισμού. Κάποιοι το λένε χάρισμα αυτό. Μας τραβάει το εκκεντρικό, το ακραίο μας σέρνει από τη μύτη. Είδατε πώς έκαναν γκελ τα σποτ της Λαϊκής Ενότητας και πως συζητούνται οι γελοιότητες των ΑΝΕΛ; Αρκετοί, όμως, τα λατρεύουν. Ακόμα και το ΚΚΕ, όταν κρεμάει πανό στα Προπύλαια, δημιουργεί θετικά ερείσματα σε κάποιους. Αντίστοιχα το Ποτάμι, εκνευρίζει πολλούς για το «δήθεν» ύφος, όμως έχει και άλλους που θα ήθελαν να δουν τον Σταύρο να ντύνει με πουλόβερ τα δέντρα στο κέντρο της Αθήνας.
Ψήφισα για πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια. Όμως σε αυτές τις εκλογές κατάλαβα ότι, τελικά, δεν ψηφίζεις με βάση τον ιδεολογικό σου προσανατολισμό. Ψηφίζεις, κυρίως, με κριτήριο την αισθητική και το γούστο σου. Ψηφίζεις όπως ντύνεσαι. Η Παναγιά μαζί σας και Μπαμπά μην τρέχεις.