Αν πετύχεις τον Φανούρη με τα χειμωνιάτικα, νομίζεις ότι ντύνεται στα 120 Ενωμένα Εργοστάσια Επίπλου. Όταν φοράει το αγαπημένο του καμηλό παλτό, θυμίζει ντουλάπα που δραπέτευσε από παλιά μονοκατοικία και περιφέρεται μέσα στη νύχτα. Το παλτό είναι δύο νούμερα μεγαλύτερο γιατί βασικά δεν πρόκειται για ρούχο, αλλά για συσκευασία.
Αν ανοίξεις τα κουμπιά, πέφτεις πάνω στο σακάκι από τον Μπρακούλια του Κορυδαλλού. Πίσω από το σακάκι βρίσκεται το λευκό πουκάμισο, καλοσιδερωμένο από τα χέρια της μάνας του. Ακολουθεί η λευκή αλεξίσφαιρη φανέλα, πέντε κατοστάρικα από το μαγαζί που ψωνίζουν και τα ΟΥΚ. Όταν τη φοράει, για να πάει στη δουλειά, μουρμουρίζει τους στίχους του μακαρίτη του Παντελίδη. «Γιατί στην καρδιά μου έχω αλεξίσφαιρο γιλέκο, η ψυχή μου μαδημένη σε μία χούφτα δάκρυα». Τι έγραψε ρε φίλε ο άνθρωπος… Η καρδιά του Φανούρη χτυπάει μέσα σε τριγωνικό θώρακα που καταλήγει σε ένα πυκνό πλέγμα κοιλιακών μυών με πυκνή, αρμονική στοίχιση. Έτσι και δεις τον Φανούρη από τη μέση και πάνω σου θυμίζει ηπειρώτικο καλντερίμι με τρίχες. Το όπλο δεν θα το δεις, είναι από πίσω, μέσα από το παντελόνι, στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Αν το δεις, θα είναι πρόβλημα. Για σένα, όχι για τον Φανούρη.
Ο Φανούρης γεννήθηκε κάπου στη Β’ Πειραιά. Και μεγάλωσε όπως πολλά παιδιά σαν και αυτόν. Μεταφέροντας ξύλο. Το ξύλο που έτρωγε από τον πατέρα του στο σπίτι, το μετέφερε σε άλλα παιδιά στον δρόμο. Έτσι πρέπει να κάνεις με το ξύλο. Αν το κρατάς πάνω σου θα σου αφήσει κουσούρι. Με το που το τρως, καλό είναι να το φορτώνεις σε κάποιον άλλο. Στα 13 του δοκίμασε να κάνει πυγμαχία. Δεν τα κατάφερε για τρεις λόγους. Η αποβολή από το Γυμνάσιο τον υποχρέωνε να τραβιέται σε καινούργιο σχολείο στου διαόλου τη μάνα. Ήταν πολύ ψηλός και ογκώδης για την ηλικία του. Και η πυγμαχία έχει περιοριστικούς κανόνες. Έμπαινε ο Φανούρης στο ρινγκ, «σκότωνε» τον αντίπαλο και έχανε από τις τεχνικές ποινές. Ξεφτίλα. Ένα βράδυ στο κλειστό της Νίκαιας είδε αγώνες ΜΜΑ, ξέρετε εκεί που δέρνονται μέσα σε κλουβιά και σπας τη μύτη του άλλου με κουτουλιά. Αν φας τώρα κουτουλιά από τον Φανούρη θα γίνεις αστροφυσικός. Πλακώθηκε στα βάρη και στις προπονήσεις. Στις ενέσεις και στη ζωική πρωτεΐνη. Έκανε τατουάζ μία αρχαία περικεφαλαία. Πήγε στις Ειδικές Δυνάμεις. Ομορφόπαιδο. Και όταν έβγαινε στη νύχτα γινόταν χαμός. Ουρά οι γκόμενες. Πολλές και διαφορετικές, αλλά όλες ίδιες. Ιδιο μαλλί, ίδιο στήθος, ίδιο ντύσιμο. Και είχε τόσο σουξέ, που στο τέλος η νύχτα τον προσέλαβε.
Το αγόρι μας δουλεύει σε νυχτερινό μαγαζί. Πόρτα. Και συνοδεία του αφεντικού. Και ασφάλεια της κυράς του. Καμιά φορά και οδηγός της θείτσας που πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο. Καλά λεφτά, πολλά τυχερά. Και καλή κόκα ρε φίλε. Χωρίς στρυχνίνες, ταλκ, ασπιρίνες και άλλες βλακείες. Αγνή, από το χωριό στην Κολομβία, που την πληρώνουν 200 ευρώ το τζι στα βόρεια προάστια. Ο Φανούρης την έχει τζάμπα γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν βγαίνει αλλιώς η δουλειά. Δεν έχει ιδέα από πού είναι το stuff, πάντως το αφεντικό δεν ασχολείται με τέτοιες δουλειές. Παιδιά έχει ο άνθρωπος, δεν τα γουστάρει αυτά. Το αφεντικό ασχολείται με νύχτα, κάνει ψιλοδουλειές με γυναίκες γιατί έχει κονέ που εξυπηρετούν με άδειες παραμονής και είναι χωμένος και κάπου άλλου που ο Φανούρης δεν πολυκαταλαβαίνει. Υπάρχει όμως πολύ μετρητό. Το βλέπει στο μαγαζί. Και απορεί γιατί χτυπάνε λογαριασμούς στην ταμειακή μηχανή ενώ δεν υπάρχει πελάτης μέσα. Κάποιος του είπε ότι φορτώνουν χρήμα σε βαλίτσες και το βγάζουν σε θυρίδες στο εξωτερικό, αλλά δεν το έφαγε. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν τα χώνεις σε θυρίδες τόσο μακριά από σένα;
Τις τελευταίες μέρες του είπαν να έχει το νου του. Δεν έχει καταλάβει τον λόγο, αλλά βλέπει ότι γίνονται πολλά. Έχουν εξαφανιστεί κάποια σωστά παιδιά. Αυτός δεν έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με κανέναν. ΟΚ, έχει κοπανήσει κάτι τύπους, αλλά τα ήθελαν και τα έπαθαν. Κάποιοι χρωστούσαν λεφτά, άλλοι εμφανίστηκαν εντελώς ξαφνικά στην πιάτσα και πριν από δύο εβδομάδες κυνηγούσαν κάτι Γεωργιανούς ή Ρώσους ή Ρουμάνους (κάτι από εκεί, τέλος πάντων) που έσκασαν μύτη στη Μύκονο. Τι θέλουν, ρε φίλε, όλοι αυτοί στα νησιά μας; Πέρα από τις δουλειές του αφεντικού, το θέμα είναι και εθνικό. Και έτσι ο Φανούρης προσέχει και ας έχει ζεστάνει ο καιρός και δεν μπορεί να φορέσει το καμηλό παλτό. Βάζει πρώτα την αλεξίσφαιρη φανέλα. Κουμπώνει από πάνω το πουκάμισο. Το πιστόλι από πίσω. Φοράει το σακάκι. Στην εσωτερική τσέπη έχει τον βαφτιστικό του σταυρό και μία εικόνα του γέροντα Παϊσιου που του έδωσε η μάνα του. Πίνει μια γραμμή. Δεν τον αγγίζει τίποτα.
*Η ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας, κάθε ομοιότητα με αληθινές καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική