Ο «μακαρθισμός» ως όρος παραπέμπει στις «προληπτικές» διώξεις που έγιναν στις ΗΠΑ εναντίον ατόμων, τα οποία κατηγορήθηκαν όχι για πράξεις, αλλά για ιδέες συνδεδεμένες με τον κομμουνισμό. Επρόκειτο για μια εκστρατεία, υπό τον γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι, με αποτέλεσμα την περίοδο ανάμεσα στο 1947 και το 1957, χιλιάδες Αμερικανοί να βρεθούν απολογούμενοι ως ύποπτοι για τη διακίνηση ιδεών επικίνδυνων για την εθνική ασφάλεια και τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Τα ζήσαμε και εδώ μετά τον Εμφύλιο, όταν τα εθνικά φρονήματα των πολιτών έφεραν και ειδικό πιστοποιητικό από τις αρχές ασφαλείας. Ομως, κάτι αντίστοιχο, μια light και σύγχρονη εκδοχή μακαρθισμού, αντιμετωπίζουμε και τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Θυμηθείτε την περίοδο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οποιοσδήποτε τολμούσε να σηκώσει το χέρι και να πει κάτι διαφορετικό από τη γραμμή της εξουσίας, αυτομάτως κατηγορείτο ως ακροδεξιός, γερμανοτσολιάς, διεφθαρμένος, σαράκι ενός καθεστώτος που κατέφαγε τα σωθικά και τον πλούτο του λαού. Ενίοτε του άξιζε και καγχασμός, όπως στους «Μένουμε Ευρώπη». Και λίγο αργότερα, όταν ο Μητσοτάκης πήρε κεφάλι στις δημοσκοπήσεις, κάθε ένσταση προς την κυβερνητική πολιτική αποδίδετο σε μια υπόγεια ίντριγκα, σε ένα ατομικό ξεπούλημα υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Αλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ το είχε ξεκαθαρίσει. Αν δεν ήσουν μαζί τους, ήσουν με τους άλλους. Προσοχή, αυτό δεν χρειαζόταν να βγει ο Πολάκης για να σ’ το πει. Το διάβαζες στα social, μπορεί να το έγραφαν και οι φίλοι σου ως σχόλιο στην ανάρτησή σου.
Και έρχεται η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία που στηρίχτηκε και από κεντρώους. Εχετε προσέξει τι ακούγεται τελευταία, ειδικά μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης των υποκλοπών; Αν τολμήσεις να πεις μία κουβέντα, ακόμα και αν ο λόγος σου είναι προσαρμοσμένος πάνω σε αυτά που έλεγε το ίδιο το κόμμα πριν γίνει κυβέρνηση, τότε αμέσως θεωρείσαι συριζαίος. Και αν δεν είσαι, ακόμα, συριζαίος, τότε παίζεις το παιχνίδι τους. Στην καλύτερη περίπτωση να σε χαρακτηρίσουν αφελή. Στη χειρότερη θα σε πουν πεμπτοφαλαγγίτη που υπηρετείς κάποιο deal προκειμένου να ξαναφέρεις τον Τσίπρα στο Μαξίμου. Και αυτά τα ακούς από ανθρώπους καθ’ όλα σοβαρούς, με εκσυγχρονιστικό αποτύπωμα στη δημόσια σφαίρα.
Και μετά απορείς. Θέλεις να τους ρωτήσεις γιατί θεωρούν ασυμβίβαστο το να εκδηλώνεις απέχθεια για την περίοδο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά ταυτοχρόνως να δυσφορείς με κάποια εξοργιστικά, ενίοτε και εξίσου απεχθή, που εντοπίζεις στην παρούσα διαχείριση. Θα σου απαντήσουν ότι τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την περίοδο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σωστά. Μόνο που οι ίδιοι αναπαράγουν ένα από τα γκρίζα χαρακτηριστικά εκείνη της περιόδου. Δεν είναι τυχαίο που στην υπόθεση των υποκλοπών υιοθετήθηκε ακραιφνώς το «κοίτα ποιος μιλάει». Λες και δεν είχε σημασία τι συνέβη, αλλά ποιος το καταγγέλλει.
Αυτή είναι η πόλωση, θα πείτε. Ναι, αλλά καλό είναι να «Μένουμε Ευρώπη» και στους τρόπους μας.