Ο πόνος του άλλου συχνά χρησιμοποιείται ως σκληρό νόμισμα που αγοράζει ανακούφιση και παρηγοριά, έστω και κάτω από το τραπέζι, για να μη βλέπει η ντροπή. Είναι εκείνο το «υπάρχουν και χειρότερα» που αβαντάρει την πάρτη μας. Η αρρώστια του απέναντι, που κάνει υποφερτή τη φτώχεια μας. Η μοναξιά του δίπλα που κρατάει το δεύτερο μαξιλάρι στο κρεβάτι μας. Η οδύνη του φίλου που μετατρέπει την πλήξη μας σε ευτυχία. Ο πόνος του άλλου είναι το μυστικό αντίδοτο για τη ζήλια.
Σταμάτησα εδώ και καιρό να διαβάζω ιστορίες προσφύγων. Δεν έχει καμία σημασία. Οταν παγώνεις στις λάσπες, σε ένα χώμα που βρίσκεται τόσο μακριά από το δικό σου, έχουν τελειώσει και οι λέξεις που διηγούνται την περιπέτεια σου. Αρκεί το βλέμμα σου. Περιέργως, τώρα τελευταία δεν λυπάμαι τόσο τα παιδιά που ταλαιπωρούνται, όσο τους μεγαλύτερους, τους μεσήλικες.
Σκεφτείτε εκείνους που έχουν αφήσει πίσω τους μισή ζωή και βάλε. Είναι πολύ νέοι για να τα παρατήσουν, αλλά και πολύ μεγάλοι για να ξεκινήσουν καινούργια ζωή. Βρίσκονται στην ουδέτερη ζώνη, ανάμεσα στη νιότη και στο γήρας. Οπως ακριβώς στα σύνορα. Κάπου ανάμεσα σε δύο χώρες, στο όνειρο και στον εφιάλτη, στη ζωή και στον θάνατο. Και η λάσπη σιγά-σιγά να ανεβαίνει.
Και λέω, εντάξει, τα παιδιά δεν θα θυμούνται και οι νέοι έχουν μία ζωή μπροστά τους, θα προσπαθήσουν να ξεχάσουν. Οι μεσήλικες; Για αυτούς ακόμα και οι καλές αναμνήσεις πόνος έγιναν τώρα. Και ακόμα δεν θα μπορούν να πιστέψουν αυτό που τους έχει συμβεί. Να ζεις μία ζωή, σχεδόν στρωμένη, στη ρουτίνα της. Και νυχτώνει η νύχτα που όλα τελειώνουν.
Εχεις φάει νιάτα και καλύτερα χρόνια για να γίνεις κύριος του εαυτού σου όμως το μονό που μπορείς να διαλέξεις είναι τα ρούχα του ταξιδιού. Παίρνεις στην πλάτη ένα μικρό σάκο, μια οικογένεια και μια κατάρα. Οι περισσότεροι, λένε, κλειδώνουν το σπίτι. Ελπίδα. Προσπαθείς να το παλέψεις. Να στηρίξεις τους άλλους, χωρίς να έχεις που να στηριχτείς. Είσαι κουρασμένος, αλλά ντρέπεσαι να το πεις. Φοβάσαι, όμως δεν γίνεται να το δείξεις. Αυτά που ονειρεύτηκες δεν θα συμβούν ποτέ. Και είσαι στην ηλικία που τις μετράς τις μέρες.
Ολα αυτά δεν λέγονται στα ρεπορτάζ, όμως τα δείχνει η κάμερα, αρκεί να σε βρουν σε διάθεση που θα τα προσέξεις. Τα βλέπεις. Θέλεις να ανεβάσεις εκεί πάνω κανένα αγόρι από την κυβέρνηση. Να τον τσιμπήσεις απ’ το αυτί και να τον βάλεις να σου ξαναπεί τι ακριβώς σημαίνει και ποιος υφίσταται «ανθρωπιστική κρίση». Ομως εντάξει, μετά έρχεται ο ζόφος της εικόνας και τα σκεπάζει όλα. Είσαι στην καναπέ και ο άλλος απέναντι. Στη μέση το καθήκον και οι τύψεις. Τα μετράς με τη συνείδηση όπως οι κλέφτες στο σκοτάδι: έδωσες ρούχα, πήγες φάρμακα, πληρώνεις φόρους στο γαμημένο κράτος. Πονάς. Ομως ο άλλος πονάει στα αλήθεια. Μετά το ακούς στο μυαλό σου. Μπορεί και να ντρέπεσαι, αλλά το μυαλό δεν έχει αυτιά για να τα κλείσεις. Ερχεται η φωνή και στο λέει. Τι είσαι; Ανεργος, φτωχός, χοντρός, άσχμημος, μόνος, γκαντέμης, βλάκας, μαλάκας, γελοίος. Ας είσαι οποιοσδήποτε και οτιδήποτε. Aρκεί που δεν είσαι ένας μεσήλικας στην Ειδομένη.