Μπορεί η κυβέρνηση να κλείσει τις εκκλησίες; Φυσικά και μπορεί. Το νομικό της οπλοστάσιο είναι διασταλτικά ανεξάντλητο. Πολιτικά, όμως, θα ήταν ανήκουστο. Ενδεχομένως και αδιανόητο. Οι εκκλησίες δεν έκλεισαν ποτέ σε αυτόν τον τόπο με πολιτική απόφαση. Ούτε επί Τουρκοκρατίας. Για αυτό και κανένα κόμμα δεν ζήτησε ευθέως το κλείσιμό τους. Το τελευταίο που χρειάζεται τώρα η χώρα είναι την ιεραρχία και τον κλήρο να καταγγέλλουν διωγμό της πίστης σε δύσκολες για το έθνος ώρες.
Η συνεννόηση μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου για περιορισμό της λειτουργίας τους ήταν η βέλτιστη λύση. Ομως η αλήθεια είναι ότι επετεύχθη με μεγάλη καθυστέρηση που σίγουρα έχει κόστος, το οποίο δεν δύναται να αποτιμηθεί. Αντί να γίνει από την πρώτη μέρα, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε debate για τα επιδημολογικά της μετάληψης, ακούγοντας μητροπολίτες να καταλύουν επιστημονικές παραδοχές, παρακολουθώντας πιστούς να μεταλαμβάνουν σε ζωντανή μετάδοση.
Εχει βέβαια ενδιαφέρον να δούμε τον βαθμό εφαρμογής των μέτρων και τις επιπτώσεις τους. Ναοί που θα είναι ανοιχτοί μόνο για την ατομική άσκηση λατρευτικών καθηκόντων, ιερείς που θα λειτουργούν σε άδειες εκκλησίες, ματαίωση Χαιρετισμών και, ενδεχομένως, Μεγάλη Εβδομάδα μόνο με κωδωνοκρουσίες. Αρκετοί συμπολίτες μας θα υποστούν μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Θα χάσουν ένα στήριγμα που, για πολλούς, είναι το μοναδικό από το οποίο μπορούν να κρατηθούν αυτές τις ώρες. Ομως και για την Εκκλησία το χτύπημα είναι σημαντικό, όχι μόνο για το παγκάρι της, αλλά και για ένα κομμάτι του λόγου της. Το θρησκευτικό κήρυγμα ευαγγελίζεται την υπέρβαση, το θαύμα, την επικράτηση της πίστης έναντι της λογικής, την προβολή του αγαθού και της παντοδυναμίας του Θείου πάνω στα δεινά της ζωής. Και να που τώρα η Εκκλησία καλείται να παραδεχθεί την αδυναμία της, να κάνει ένα βήμα πίσω, να αφήσει το θαύμα και να υπακούσει στη λογική. Συνομολογεί εμμέσως την επικυριαρχία της σάρκας επί της ψυχής. Ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στο κακό και στον Διάβολο, αλλά κάνει λίγο πίσω μπροστά σε έναν ιό.