Ένα διαχειριστής πολυκατοικίας στο Μαρούσι κάνει την πρώτη παραλαβή πετρελαίου θέρμανσης και από το μυαλό του περνάνε φευγαλέα εικόνες και μυρωδιές από τους άγριους χειμώνες της κρίσης
Δεν ξέρεις τι είναι να στέκεσαι στο κρύο φορώντας μόνο την πιτζάμα σου, άντε και ένα μπουφάν από πάνω. Να σπρώχνεις τα πόδια πιο βαθιά μέσα στις παντόφλες, αλλά το κρύο να σε τρυπάει από το παγωμένο πεζοδρόμιο. Και αυτή η μυρωδιά από το πετρέλαιο να σου φέρνει ζάλη και αναγούλα. Ο θόρυβος της αντλίας σου παίρνει τα αφτιά και ο Πακιστανός με τις γαλότσες, τα χοντρά γάντια και το σβησμένο στριφτό στο στόμα σε κοιτάζει περίεργα. Όχι δεν ξέρεις πώς είναι. Γιατί δεν είσαι διαχειριστής πολυκατοικίας που παραλαμβάνει πετρέλαιο. Είσαι αυτός που κάθεται στον καναπέ του με τα πόδια ζεστά πάνω στο παχύ χαλί. Όμως ο κύριος Θανάσης ξέρει καλά τον ρόλο. Τον ζει στο παγωμένο πετσί του χρόνια τώρα. Διαχειριστής σε πενταόροφη πολυκατοικία στο Μαρούσι. Αν το πετρέλαιο είναι το αίμα στις φλέβες της πολυκατοικίας, ο διαχειριστής είναι η καρδιά. Δεκαπέντε διαμερίσματα. Μία μικρή πόλη. Αφού σκέφτεται να βάλει πλατάνια στην ταράτσα και να φτιάξει Μεγάλο Περίπατο.
Τον Ιανουάριο συμπληρώνει 70 χρόνια ζωής και 26 στη διαχείριση. Ανέλαβε την ίδια μέρα με τον Σημίτη. Πρωθυπουργοί ήρθαν και έφυγαν, όμως ο κύριος Θανάσης παρέμεινε εκεί, ακλόνητος. Όχι και πως τον αμφισβήτησε κανείς. Κάθε φορά εκλέγετο με σταλινικά ποσοστά. Μετά σταμάτησαν να κάνουν εκλογές. Άλλωστε ήταν πάντα ο μοναδικός υποψήφιος. Και ακόμα και σήμερα επιμένει να μην αναθέτει την έκδοση των κοινοχρήστων σε εταιρεία. Τα βγάζει μόνος του. Με χαρτί, μολύβι και κομπιουτεράκι. Και μετά παίρνει τον χάρακα και φτιάχνει έναν τέλεια ευθυγραμμισμένο πίνακα επίδειξης της καλλιγραφίας του. Αριστερά το όνομα του ενοίκου και στις στήλες που ακολουθούν τα ποσοστά συμμετοχής στη δαπάνη και το μηνιαίο ποσό επιβάρυνσης. Όταν έρθει ο νέος μήνας αντικαθιστά τον πίνακα. Ο παλιός θα τρυπηθεί και θα μπει σε μαύρο ντοσιέ το οποίο με τη σειρά του θα τοποθετηθεί στο κάτω ράφι της βιβλιοθήκης. Εκεί υπάρχουν τρία ντοσιέ, ένα για κάθε δεκαετία. Το λες και ημερολόγιο πολυκατοικίας με ονόματα και αριθμούς. Πολλοί από τους ανθρώπους που υπάρχουν εκεί μέσα, μόνο δια του επωνύμου τους, έχουν φύγει ή πεθάνει. Ο κύριος Θανάσης τους θυμάται έναν προς έναν. Ζει μόνος. Είναι χήρος. Και κάνει τράκα λίγη ζωή από τους γείτονες. Μυρίζει τον αέρα του ασανσέρ και έχει καλές πιθανότητες να σου πει ποιος ήταν μέσα, συχνά δε και σε τι κατάσταση βρισκόταν -ο μικρός από τον δεύτερο είναι λες και τον έχουν λούσει με φούντα. Ακούει φωνές που μπαίνουν από το παράθυρο της κουζίνας και ξέρει ότι οι διπλανοί σκοτώνονται πάλι -οι καβγάδες έχουν πυκνώσει σε τέτοιο βαθμό που σκέφτεται να αναλάβει πρωτοβουλία. Βλέπει τη μπουγάδα της Κατερίνας εδώ και είκοσι χρόνια. Την παρατηρεί να μεγαλώνει μέσα από τις αλλαγές στα εσώρουχα της. Είδε παιδιά να μεγαλώνουν και να φεύγουν. Κοπέλες να βγαίνουν νύφες και γέρους μέσα σε κάσα. Τα πόδια του, η μύτη και τα αφτιά του κινούνται ανάμεσα στους ορόφους. Ένα βράδυ σκέφτηκε ότι δεν είναι ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Είναι το στοιχειό της.
Και να τώρα που παραλαμβάνει πετρέλαιο θέρμανσης με πλάγιες ματιές στον μετρητή του βυτιοφόρου. Τα δύο τελευταία χρόνια παίρνουν πετρέλαιο. Όμως για οκτώ χρόνια είχαν κλείσει τον καυστήρα. Το αποφάσισαν στην αυγή της κρίσης. Όχι ότι δεν είχαν λεφτά. Ο κύριος Θανάσης ήταν σίγουρος ότι όλοι είχαν. Απλώς ήθελαν να φουσκώνουν το στρώμα τους με αυτά. Και άρχισαν να καίνε στο φουλ τα τζάκια, φορτωμένα με οτιδήποτε μπορούσε να γεννήσει φλόγα. Ο άλλος από τον δεύτερο, συνταξιούχος αστυνομικός, έκαιγε κουτιά από πίτσες και χαρτόνια από το σούπερ μάρκετ. Στον τρίτο έκαιγαν παλιά έπιπλα. Της γιαγιάς. Τα είχαν στην καρδιά τους, μετά τα έβαλαν και λίγο πιο δίπλα, στα πνευμόνια. Έβγαινε τότε ο κύριος Θανάσης στο μπαλκόνι και εισέπνεε Overlay. Ο διπλανός είχε κόψει ένα δέντρο, νύχτα από το πάρκο. Πότιζε τα κλαδιά με οινόπνευμα και μετά τάιζε το τζάκι. Η διαζευγμένη της πολυκατοικίας έριχνε μέσα φωτογραφίες, παλιούς λογαριασμούς στο όνομα του πρώην, τεκμήρια μίας ζωής που είχε καεί πριν την περιλάβουν οι φλόγες. Και ύστερα τα χαρτόνια, τα έπιπλα, τα κλαδιά, οι φωτογραφίες και όσα κέρασαν τη φωτιά οι κάτοικοι της πολυκατοικίας, ζευγάρωναν ως καπνός πάνω από τις καμινάδες. Έφτιαχναν ένα μίγμα που συναντούσε εκείνο το νέφος που μας έλεγαν ότι είναι τοξικό, αλλά δεν μετρούσαν τις αναμνήσεις που είχε μέσα. Για αυτό και ο κύριος Θανάσης, που είναι επιμελής και κρατάει αρχείο για τα πάντα, πέρασε τους χειμώνες μόνος μπροστά στην ηλεκτρική σόμπα. Τζάκι δεν άναψε ούτε μία μέρα.