ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Ο άνθρωπος που έφυγε

rain-thumb-largeΑυτές οι συναντήσεις καλό είναι να γίνονται υπό βροχή. Πέρασαν 15 μήνες από την εξαφάνισή του. Πώς αλλιώς να εμφανιστεί; Κάτω από ομπρέλα, ένα κρύο πρωινό του Μάη. Συναντηθήκαμε στις 10 το πρωί έξω από μία εκκλησία. Και τον είδα να βγαίνει μέσα από κινηματογραφική σκηνή. Κάτω από μία μαύρη ομπρέλα, με βήμα αργό και χαμόγελο καθαρό. Εγώ είχα γίνει μούσκεμα. Όπως η ζωή του.

Είχα γράψει σχετικά: ο άνθρωπός μας διατηρούσε εμπορικό κατάστημα και έβλεπε τον τζίρο του να χάνεται σαν ελπίδα βαριά αρρώστου. Μέχρι που μία μέρα κλείδωσε το κατάστημα, έβαλε μία πινακίδα «Κλειστό λόγω απογραφής» και εξαφανίστηκε. Χάθηκε. Απορούσα πώς μπορείς να το κάνεις αυτό. Πώς φεύγεις από τα χρέη, αλλά και τα καθήκοντά σου; Πώς αρχίζεις καινούρια ζωή; Πώς αλλάζεις το δέρμα σου; Ανάμεσα στα φλιτζάνια μας εμφανίστηκε η κάρτα του. Διευθυντής σε κατάστημα γνωστής φίρμας, σε ελληνικό νησί. «Μη φαντάζεσαι ότι μιλάμε για λεφτά. Με το ζόρι 1.300 ευρώ και τα 700 πηγαίνουν στη διατροφή των παιδιών». Και διαζύγιο. Ίσως επειδή δεν μπορείς να ξεκινήσεις καινούρια ζωή αν δεν σκοτώσεις την προηγούμενη.

Στη μέση ηλικία. Με ένα κατάστημα που έδινε μόνο χρέη. Ένα γάμο υπό διάλυση και δύο εφήβους στο σπίτι. Λίγες μέρες μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, έκλεισε και τη δική του πόρτα στο σπίτι. Φόρτωσε τα ρούχα στο αυτοκίνητο και έφυγε. Με είκοσι ολόκληρα ευρώ. Πίσω του έμεινε ένα σπίτι με ρωγμές, μία επιχείρηση ερείπιο και μία ζωή σαν υπόσχεση που δεν τηρήθηκε. «Όταν φεύγεις, είναι ελευθερία. Αλλά και ήττα. Από τη μία είναι η ελπίδα που δίνει το νέο ξεκίνημα. Και από την άλλη είναι ο ζόφος που σέρνει η αποτυχία. Τίποτα δεν έχει μεγαλύτερο κόστος από αυτό το συναίσθημα». Μπορεί να το θεωρήσετε δειλό. Όχι εγώ. Δειλία είναι να υπομένεις, να σκύβεις για να περάσει από πάνω σου o οδοστρωτήρας της «ευθύνης». Μερικές φορές η «ανευθυνότητα» είναι τόλμη. Θέλει θάρρος για να αναμετρηθείς με τους άλλους, με την αίσθηση που έχεις για το καθήκον, με τη ζωή σου την ίδια. Και αυτή μία είναι. Γιατί να τη ξοδέψεις με τη μιζέρια;

Με τη βοήθεια φίλων βρέθηκε η δουλειά στο νησί. Το καλοκαίρι δουλεύει πάνω από 15 ώρες. Ο χειμώνας είναι πιο ήσυχος. Και μοναχικός, σε ένα μικρό σπίτι στην ερημιά. Και εγώ είμαι τόσο πεζός, τόσο ανθρωπάκι, που τον ρωτάω για τα χρέη. Τι κάνεις με αυτά; «Δεν κάνω τίποτα». Μα, δεν σε ψάχνουν; Δεν πηγαίνουν στο σπίτι; «Αν πάνε, θα είναι στο παλιό. Εκεί υπάρχει το διαζύγιο, η κυρά δεν έχει κάτι να τους πει». Επιμένω ότι μπορείς να αλλάξεις δέρμα, φύλο, ζωή – όμως, όσο έχεις τον ίδιο ΑΦΜ, πάντα θα σε βρίσκουν. «Μέχρι στιγμής δεν με έχει βρει κανείς, είναι σαν να μη με έχουν ψάξει. Αλλά και να με βρουν, τι έχω για να δώσω; Αν μπορούσα δε θα πλήρωνα;». Σωστά. Γιατί, πια, πληρώνουμε και όταν δεν μπορούμε. Μου λέει ότι θέλει να επιστρέψει. Με συστολή και θαυμασμό μιλάει για την καινούρια γυναίκα στη ζωή του, την ανάσα που βρήκε στον πνιγμό. Δεν κράτησε κανέναν φίλο, εκτός από έναν. Τον προτρέπω να μη γυρίσει ποτέ. Μου απαντάει ότι είναι τα παιδιά. Τα δίδυμα. Υιοθετημένα, από το ΠΙΚΠΑ. Δάκρυα προσπάθησαν να φύγουν, να πέσουν, να βρουν τον καφέ.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ...

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ TAGS